Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Σαμοθρηίκια τείχεα...

Ο 'Oμηρος μιλά για τη Σαμοθράκη και περιγράφει τον Ποσειδώνα να κάθεται στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της και να παρακολουθεί στην Τροία τη μάχη μεταξύ Αχαιών και Τρώων. Οι “Μεγάλοι Θεοί” ήταν αυτοί που λατρεύονταν στα Καβείρια Μυστήρια. Ο χώρος λατρείας ήταν στο βόρειο μέρος του νησιού. Εκεί κοντά εγκαταστάθηκαν 'Eλληνες άποικοι από τη Λέσβο ή την Τρωάδα κι έχτισαν την πόλη τους. Πολύ
σύντομα η πόλη αυτή προόδεψε τόσο, ώστε αποίκισε με μια σειρά οικισμών τις απέναντι ακτές της Θράκης γύρω από τη σημερινή Αλεξανδρούπολη. Είναι τα περίφημα “Σαμοθρηίκια τείχεα” του Ηροδότου ή αλλιώς η “Σαμοθρακική Περαία”. Στην παρούσα ανάρτηση ακολουθεί άρθρο της Εύης Σκαρλατίδου Επιμελήτριας Αρχαιοτήτων, που δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ (Τεύχος 13, Νοέμβριος 1984), για τον αποικισμό των απέναντι της Σαμοθράκης ακτών της Θράκης.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ
ΣΤΗΝ ΑΙΓΑΙΑΚΗ ΘΡΑΚΗ
Οι ανάγκες των Ελλήνων του Αιγαιακού κόσμου σε πρώτες ύλες, συγχρόνως με άλλες πολιτικές αίτιες, τους έστρεψαν πολύ νωρίς, από το τέλος του 8ου αί. π.Χ., σε νέες πηγές πλούτου. Ή έλλειψη πολύτιμων μετάλλων, ξυλείας, σιτηρών, δερμάτων και δούλων τους έφεραν σε μία νέα χώρα τού βόρειου Αιγαίου, κατεξοχήν βαρβαρική, άγνωστη μέχρι τότε στους Έλληνες των γεωμετρικών χρόνων, γνωστή μόνο στον Όμηρο πού την ονόμασε «εριβώλακα» (εύφορη} και μητέρα μήλων (αιγοπροβάτων). Η νέα γη, ή Θράκη, καταλάμβανε, κατά τον Όμηρο, μία τεράστια έκταση και αναφέρει σαν νότια όρια της τον Πηνειό ποταμό τής Θεσσαλίας και το Αιγαίο Πέλαγος και ανατολικό όριο τον Ελλήσποντο, χωρίς να την οριοθετεί από τα βόρεια και τα δυτικά. Ό Όμηρος επίσης ξεχωρίζει τελείως τους Θράκες από τους Έλληνες και τους αναφέρει στην Ιλιάδα σαν σύμμαχους των Τρώων. Σύμφωνα με μεταγενέστερους αρχαίους συγγραφείς, ή χώρα των Θρακών εκτεινόταν από το όρος Δύσωρο τής Μακεδονίας μέχρι το Δούναβη προς Β., μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και το Βόσπορο προς Α. και προς Ν. μέχρι την Προποντίδα από τα ανατολικά και το Αιγαίο από νότια (Θουκυδίδης, Σκύλαξ). Σ' όλη αυτή την τεράστια έκταση το έθνος των Θρακών ζούσε χωρισμένο σε πολλά φύλα πολυπληθή και φιλοπόλεμα κατείχε το καθένα μια ξεχωριστή περιοχή τής οποίας τον φυσικό πλούτο μόνο αυτό εκμεταλλευόταν.
Οι Ελληνικές αποικίες της αιγαιακής Θράκης.
Τα δύο νησιά, ή Θάσος και ή Σαμοθράκη τα κοντινότερα στις απέναντι ακρογιαλιές τού βόρειου Αιγαίου αποτέλεσαν τις γέφυρες στις όποιες πάτησαν τα πόδι τους οι Έλληνες, όταν για πρώτη φορά αναζήτησαν νέα γη στην άγνωστη χώρα των Θρακών και όπου βρήκαν τα πρώτα αγκυροβόλια στη μέση τού τρικυμισμένου Θρακικού πελάγους. Λειτούργησαν επίσης τα δύο αυτά νησιά σαν ενδιάμεσοι σταθμοί απ όπου μεταφέρθηκε και ή Ελληνική κουλτούρα στή Θράκη.
[…]
Σύμφωνα με το Στράβωνα:
«Μετά την Μαρώνειαν Ορθαγορία πόλις και τα περί Σέρρειον. παράπλους τραχύς, και το των Σαμοθρακών πολίχνιον Τάμπυρα και άλλο Χαράκωμα, ού πρόκειται ή Σαμοθράκη νήσος».
Ωστόσο, ή θέση τής Ορθαγορίας στα θρακικά παράλια δεν έχει ακόμη εντοπιστεί με βεβαιότητα. Θα πρέπει όμως να αναζητηθεί ανατολικά τής Μαρώνειας μετά την πλαγιά τού Ίσμάρου πού κατεβαίνει μέχρι τη θάλασσα, εφόσον ή απαρίθμηση γίνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά, επειδή οι άλλες δύο πόλεις Τάμπυρα (ή Τέμπυρα) και Χαράκωμα αναφέρονται σε άλλες γραπτές πηγές σαν ανατολικότερες αποικίες των Σαμοθρακών στα Θρακικά παράλια 'Επειδή επίσης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ή Μεσημβρία (πού θα πρέπει να βρίσκεται δυτικά από το Σέρρειον, στην περιοχή του χωριού Μάκρη) ήταν ή δυτικότερη από τις πόλεις τής Σαμοθρακικής Περαίας, θα πρέπει ή Ορθαγορία να τοποθετηθεί οπωσδήποτε μεταξύ της Μαρώνειας και τής Μεσημβρίας. Ίσως θα μπορούσε να αναζητηθεί κάπου αμέσως μετά την ανατολική πλαγιά του Ίομάρου. στη σημερινή παραλία των Πετρωτών, όπου ξεκινούν ρεματιές πού αποτελούν φυσικές προσβάσεις προς τα Ζωναία όρη. Ή άγνοια μας για την ιστορία της Ορθαγορίας είναι απόλυτη, καθώς το όνομα της δεν αναφέρεται ούτε στους Αθηναϊκούς φορολογικούς καταλόγους μαζί με τις άλλες 'Ελληνίδες πόλεις τής Θράκης, μέλη της α' Αθηναϊκής Συμμαχίας τον 5ου αί. π.Χ., ούτε και από τους άλλους, αρχαιότερους τού Στράβωνα συγγραφείς και κυρίως από τον Ηρόδοτο πού απαριθμεί τις πόλεις που πέρασαν και υπέταξαν τα στρατεύματα τού Ξέρξη ατά 480 π.Χ. Ή έλλειψη επίσης νομισμάτων τής πόλης αυτής πριν από τα μέσα τού 4ου αί. π.Χ., δηλώνουν ότι ή πόλη δεν είχε ιδρυθεί τον 5ο αί. π.Χ. ή ότι δεν ήταν ανεξάρτητη. Επέζησε, όμως, τουλάχιστον μέχρι την εποχή τού Στράβωνα (1ος αί. π.Χ.].

Ό μόνος νομισματικός τύπος πού παραδίδεται από το νομίσματα της Ορθαγορίας ανήκει στα μέσα του 4ου αί. π.Χ. Στην κύρια όψη των νομισμάτων εικονίζεται κεφαλή Άρτεμης ή Απόλλωνα και στη δεύτερη όψη κράνος κατενώπιον με κατεβασμένες παραγναθίδες.

Ήδη έγινε λόγος για την Περαία πού δημιούργησαν Έλληνες από τη Σαμοθράκη κατά μήκος τής ακτής της Θράκης ανατολικό από τη Μαρώνεια και την περιοχή όπου θα πρέπει να τοποθετηθεί ή αρχαία Όρθαγορία. Όπως και στη Θάσο έτσι και στη Σαμοθράκη έφθασε το ελληνικό στοιχείο γύρω στα 700 π.Χ., χρησιμοποιώντας το απομονωμένο και άγονο αυτό νησί τού Αιγαίου σαν προγεφύρωμα για να προσεγγίσει την απέναντι εύφορη θρακική γη. Οι πρώτοι Έλληνες άποικοι, πού εγκαταστάθηκαν σε ένα όρμο τής Β.Δ. ακτής τού νησιού, σχεδόν τής μόνης προσιτής και φιλόξενης, σύμφωνα τόσο με τις φιλολογικές και ιστορικές πηγές, όσο και με τα επιγραφικά κείμενα, φαίνεται πώς είχαν διπλή προέλευση: ιωνική από τη Σάμο και αιολική από τη Λέσβο ή την Β.Δ. Μ. Ασία (περιοχή Τρωάδας). Στο νησί την εποχή αυτή κατοικούσαν προελληνικά φύλα, το πιθανότερο Καρικά (Καρική είναι ή προέλευση τού πρώτου συνθετικού Σάμος τού ονόματος του νησιού) και οπωσδήποτε Θράκες πού διαπεραιώθηκαν από τα απέναντι Θρακικά παράλια και πού άνηκαν στο Θρακικό φύλο των Σαίων, συγγενείς με τους Σίντους και τους Σαπαίους. Στη θέση όπου ιδρύθηκε ή νέα ελληνική αποικία Σαμοθράκη υπήρχε ένα προελληνικό Ιερό των Μεγάλων Θεών με ένα αρχέγονο βωμό βράχων όπου ασκούνταν μία μυστηριακή λατρεία και χρησιμοποιούνταν μία τελετουργική γλώσσα, μη ελληνική. Ή πολιτιστική συγχώνευση παλιών και νέων κατοίκων του νησιού, όπως μαρτυρεί ή επιβίωση τής τελετουργικής γλώσσας τής λατρείας των Μεγάλων Θεών μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, πού δείχνει και επιβίωση τού προελληνικού πληθυσμιακού στοιχείου, αποδεικνύει με μεγάλη πιθανότητα και την ειρηνική ανάμειξη τους.
Τμήμα του πολυγωνικού τείχους (πύλη) της πόλης της Σαμοθράκης.
Η πόλη εκτείνεται αμέσως ανατολικά τής περιοχής τού Ιερού και περικλειόταν από τεράστιο περίβολο τού οποίου σώζονται μερικά από το αρχαιότερα τμήματα (αρχαϊκά) κτισμένα με εντυπωσιακή πολυγωνική τοιχοποιία (κυκλώπεια τείχη). Το τείχος, πού άφησε έξω απ' αυτό το Iερό, είχε πρόσβαση από πύλες και πυλίδες. Από αυτές σώθηκαν τέσσερις. Το εσωτερικό τής πόλης με τις κατοικίες και τα άλλα δημόσια κτίρια δεν ερευνήθηκε ακόμη ανασκαφικά. Είναι, όμως, βέβαιο από τις επιφανειακές ενδείξεις ότι ό οικισμός καταλάμβανε πολύ μικρότερη έκταση από αυτήν πού περιέκλειε ό περίβολος για λόγους καθαρά αμυντικούς. Αντίθετα ανασκάφηκαν δύο νεκροπόλεις βόρεια και νότια τού ιερού. Αποκαλύφθηκαν τάφοι από τα μέσα του 6ου αί. π.Χ. μέχρι τον 2ο αί. μ.Χ. με πλούσια κτερίσματα.

Σε αντίθεση με την έλλειψη γνώσεων για την αρχαία πόλη τής Σαμοθράκης, οι γνώσεις μας για το Ιερό της είναι πολύ πλούσιες, γιατί αυτό ερευνήθηκε διεξοδικά Τα ερείπια του Ιερού, πού ήταν από τα περιφημότερα ελληνικά ιερά, κυρίως στα ελληνιστικά χρόνια, αποκαλύφθηκαν σε μία καταπράσινη από βλάστηση ρεματιά του σημερινού χωριού Παλιάπολη, συνθέτοντας μια εντυπωσιακή και επιβλητική εικόνα.
Τοπογραφικό διάγραμμα της πόλης της Σαμοθράκης
με τον περίβολο των τειχών και το συγκρότημα του
Ιερού των Μεγάλων Θεών (A, B, C στον χάρτη).

Το Iερό αναπτύχθηκε σταδιακά γύρω από το αρχικό τέμενος πού περιέβαλε ένα πρωτόγονο βωμό πού είχε μορφή φυσικού βράχου και όπου λατρευόταν μία γυναικεία θεότητα πού είχε τις ιδιότητες τής Κυβέλης ή άλλων θεοτήτων τής Ανατολής και η όποια στην προελληνική γλώσσα της Σαμοθράκης ονομαζόταν Aξίερος. Από τους Έλληνες ταυτίστηκε με τη Δήμητρα, ενώ με τον Ερμή ταυτίστηκε μια άλλη ανδρική, ιθυφαλλική θεότητα τής γονιμότητας, ό Κάδμιλος, πού λατρευόταν επίσης στη Σαμοθράκη. Μαζί μ' αυτούς λατρεύονταν δύο δίδυμοι ιθυφαλλικοί δαίμονες, οι Κάβειροι, πού οι Έλληνες ταύτισαν με τους Διόσκουρους, και δύο άλλες θεότητες τού Κάτω Κόσμου ό Αξιόκερσος και η γυναίκα του Αξιόκερσα. Ο Άδης και ή Περσεφόνη των Ελλήνων. Σ' αυτή την ομάδα των Μεγάλων Θεών, όπως λεγόταν, ήταν αφιερωμένες μυστικιστικές ιεροτελεστίες και γιορτές πού έπαιρναν μέρος σ' αυτές μόνο οι μειούμενοι. Με τον καιρό, άρχισαν να φθάνουν στο νησί και να παίρνουν μέρος στα μυστήρια των Μεγάλων Θεών μύστες από όλο τον ελληνικό χώρο έτσι, πού τον 5ο αί. π.Χ. ή φήμη του ιερού άρχισε να γίνεται πανελλήνια με αποκορύφωμα στα ελληνιστικά χρόνια, οπότε ή οργάνωση τού Ιερού πήρε την τελική της μορφή. Οι λατρευτικές και γενικότερα οι θρησκευτικές ανάγκες καθόρισαν τον σκοπό και τη χρήση κάθε οικοδομής τού ιερού τεμένους. Όλες όμως οι οικοδομές ήταν λαμπρές και πολυτελείς, καθώς το ενδιαφέρον βασιλέων ή πριγκήπων τής ελληνιστικής κυρίως εποχής πού έθεσαν υπό την προστασία τους το ιερό και το στόλισαν με πλούσια αναθήματα, είχε σαν αποτέλεσμα να αναδειχθεί σε πανελλήνιο θρησκευτικό κέντρο ακόμη και μέχρι τα χρόνια τής ύστερης αρχαιότητας, τον 4ου αί. μ.Χ. Από τα παλιότερα κτίρια πού λάμπρυναν το χώρο τού ιερού είναι το Ανάκτορο πού κτίστηκε στο τέλος του 6ου αί. π.Χ. Ορθογώνιο κτίριο πολύ καλά διατηρημένο, κτισμένο με πολυγωνική τοιχοδομία πού θυμίζει «λέσβιο» κανόνα. Χρησίμευε σαν τελεστήριο για τα πρώτο στάδιο τής μύησης.

Για ιεροτελεστίες και θρησκευτικούς χορούς χρησίμευε ένα άλλο οικοδόμημα πού κτίστηκε τον 4ο αί. π.Χ., το Τέμενος. Ήταν ένας ορθογώνιος περίβολος με πολυτελές, ιωνικό πρόπυλο μαρμάρινο πού διακοσμούνταν με μία ανάγλυφη ζωοφόρο πού παριστάνει χορεύτριες, πιασμένες από τα χέρια. Στο εσωτερικά τού τεμένους ήταν στημένο στην αρχαιότητα το μαρμάρινο σύμπλεγμα τής Αφροδίτης και του Έρωτα, έργο τού περίφημου γλύπτη Σκόπα. Ένας δωρικός, μαρμάρινος ναός, (είκ. 15) γνωστός με το όνομα Ιερόν δεσπόζει στο βάθος του ιερού χώρου. Το επιβλητικό οικοδόμημα (πού αντικατέστησε δύο αρχαιότερες οικοδομές των αρχαϊκών και των κλασικών χρόνων) κτίστηκε στο τέλος τού 4ου αί. π.Χ., άλλα ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα, στα μέσα τού 2ου αί. π.Χ. Ο ναός χρησίμευε για το τελευταίο στάδιο της μύησης και έφερε πλούσιο αρχιτεκτονικό και πλαστικό διάκοσμο.

Από τα πιο επιβλητικά οικοδομήματα του Ιερού, πού είναι συγχρόνως και ή μεγαλύτερη γνωστή ως τώρα θόλος, ήταν το Αρσινόειο.
Αναπαράσταση του Αρσινόειου.
Είναι κυκλική οικοδομή πού αφιέρωσε στους Μεγάλους Θεούς ή βασίλισσα τής Αιγύπτου Αρσινόη μεταξύ του 289 και τού 281 π.Χ. Χρησίμευε για τις θυσίες και τις θρησκευτικές συγκεντρώσεις στις τελετές κάθε χρονιά. Την αναπαράσταση τής μαρμάρινης ανωδομής — σήμερα σώζεται μόνο το πώρινο "πόδιο" τής θόλου — επέτρεψε την ανεύρεση πολλών αρχιτεκτονικών μελών. Επάνω στον κυκλικό τοίχο του «ποδιού» υψωνόταν μία στοά πού την αποτελούσαν εξωτερικά παραοτάδες με ανάγλυφη διακόσμηση βουκράνων και ή μ [«ιόνια. Τη στέγη κάλυπταν φολιδωτά κεραμίδια και στο κέντρο της υψωνόταν ένας μαρμάρινος πυρήνας με διακόσμηση φύλλων δάφνης.

Το μεγαλύτερο κτίριο τού ιερού ήταν μία μεγάλη δωρική στοά πού όριζε από τα δυτικά το χώρο του ιερού. Η στοά αυτή μήκους 104μ., κτίστηκε στο δεύτερο μισό του 3ου αί π,Χ. για να εξασφαλίσει χώρο διαμονής ατούς πολυπληθείς επισκέπτες τού ιερού. Το κύριο οικοδόμημα ήταν κατασκευασμένο από πωρόλιθο, ή ανωδομή από πηλό (γείσα, υδρορροές, κεραμίδια) και ξύλα (εσωτερικό επιστύλιο, δοκάρια στέγης).
Άποψη των ερειπείων του δωρικού ναού στο Ιερό των Μεγάλων Θεών Σαμοθράκης.
Στο νοτιότερο σημείο του χώρου, σε θέση πού δεσπόζει και είναι ορατή από παντού οικοδομήθηκε μία μνημειακή κρήνη-υπαίθριο οικοδόμημα με δύο δεξαμενές στο βάθος. Στη μία από αυτές είχε τοποθετηθεί στην αρχαιότητα ένα μοναδικό αριστούργημα, ή Νίκη της Σαμοθράκης, πού βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο τού Λούβρου. Το άγαλμα — ανάθημα πιθανόν των Ροδίων μετά τη νίκη τους κατά τού βασιλέως τής Συρίας Αντιόχου Γ' το 190 π.Χ. — παρίστανε τη Νίκη όρθια επάνω στην πλώρη ενός πλοίου με μία έντονη κίνηση προς τα εμπρός και με φόντο τον ουρανό. Μέσα από το νερό τής δεξαμενής πρόβαλλαν βράχοι (σώζονται ακόμη στη θέση τους) πού έδιναν την εντύπωση μιας ακτής στην οποία προσήγγιζε ή πλώρη τού πλοίου με τη Νίκη.

Από τα άλλα κτίρια του ιερού αναφέρουμε εδώ μία κυκλική οικοδομή πού κτίστηκε τον 5ον αί. π.Χ. και χρησίμευε πιθανόν για συνελεύσεις (βουλευτήριο, ή εκκλησιαστήριο), μία τετράπλευρη, δωρική οικοδομή. μαρμάρινη, ανάθημα των βασιλέων τής Μακεδονίας Φιλίππου Γ' και Αλεξάνδρου Δ' στο τέλος τού 4ου αί. π.Χ.

Από τα ωραιότερα κτήρια ήταν και ένα μνημειακό πρόπυλο-πρόσβαση στο ιερό από τα ανατολικά, πού κτίστηκε στις αρχές τού 3ου αι π.χ. από το βασιλιά τής Αιγύπτου Πτολεμαίο Β' Φιλάδελφο. Διακοσμούνταν με δύο μαρμάρινες ιωνικές κιονοστοιχίες πού στήριζαν ζωοφόρο με βούκρανα και ρόδακες. Ο πλούτος τού αρχιτεκτονικού και πλαστικού διακόσμου και ή μοναδικότητα των αναθημάτων πού προέρχονται από το Ιερό των Μεγάλων θεών τής Σαμοθράκης, μαρτυρούν για το πλήθος των καλλιτεχνών πού εργάστηκαν σ' αυτό και για την υψηλή ποιότητα της δουλειάς τους σε σημείο πού ανέδειξαν το νησί σε αξιόλογο καλλιτεχνικό κέντρο.

Γεωγραφικοί και οικονομικοί λόγοι επέβαλαν από πολύ νωρίς τη δημιουργία μιας σαμοθρακικής Περαίας στη στενή παραλιακή ζώνη τής Θράκης πού ορίζεται από τις ανατολικές πλαγιές τού βουνού Ίσμαρος και από τις εκβολές τού Έβρου ποταμού. Φαίνεται πώς οι Έλληνες άποικοι τής Σαμοθράκης αμέσως σχεδόν μετά την εγκατάσταση τους στο νησί, μέσα στον 7ο αί. π.Χ., εγκαταστάθηκαν τουλάχιστον σε ένα τμήμα τής εκτεταμένης Περαίας. εφόσον στην εύφορη αύτη περιοχή δεν ήρθαν ποτέ άποικοι από άλλες ελληνικές πόλεις. Ωστόσο, μνεία των αποικιών τής Σαμοθράκης στην απέναντι από το νησί ακτή δεν γίνεται από τις φιλολογικές και ιστορικές πηγές, πριν από τις αρχές του 5ου αί. π.Χ. οπότε ό Ηρόδοτος αναφέρει τα «Σαμοθρηίκια τείχεα» και δίνει τα ονόματα τριών πόλεων, τής Μεσημβρίας. τής Σάλης και τής Ζώνης. Ο σύγχρονος του ιστορικός Εκαταίος από τη Μίλητο δίνει το όνομα μίας ακόμη σαμοθρακικής αποικίας. τής Δρυός. Από μεταγενέστερες πηγές (του 2ου και 1ου αί. π.Χ.) αναφέρονται δύο ακόμη πόλεις, Τέμπυρα και Χαράκωμα, και οι δύο στην ανατολική περιοχή τής Περαίας, προς τις εκβολές του Έβρου.

Όπως μάς πληροφορούν οι αρχαίες πηγές, οι πόλεις τής Περαίας κτίστηκαν σε περιοχές πού κατοικούσαν διάφορα θρακικά φύλα και κυρίως Κίκονες και Σάϊοι. Είναι πολύ πιθανόν ότι, όπως και στη μητρόπολη Σαμοθράκη, ή ανάμειξη των Ελλήνων άποικων με το παλιό πληθυσμιακό στοιχείο έγινε ειρηνικά, δεν αποκλείεται, όμως, ό παλιότερος θρακικός πληθυσμός να αποσύρθηκε στην ενδοχώρα τής περιοχής.

Η έλλειψη ανασκαφικής έρευνας και τοπογραφικών στοιχείων δεν επέτρεψαν μέχρι στιγμής την ταύτιση των αποικιών τής Περαίας με το ερείπια οικισμών πού επισημάνθηκαν σε διάφορες θέσεις στήν περιοχή μεταξύ Ισμάρου και Αλεξανδρούπολης. Εξαίρεση αποτελεί ή περίπτωση τής Μεσημβρίας πού ταυτίστηκε με τα ερείπια αρχαίου παραθαλάσσιου οικισμού πού ανασκάπτεται αιδώ και είκοσι χρόνια, κοντά στο ομώνυμο, σύγχρονο χωριό. Επειδή, ωστόσο. καμιά επιγραφική μαρτυρία, ούτε και τα νομίσματα πού βρέθηκαν στην ανασκαφή, δεν κάνουν μνεία του ονόματος της Μεσημβρίας, ή ταύτιση αυτή δεν είναι ακόμη απόλυτα βέβαιη.

Ανατολικότερα από τον οικισμό αυτό, στην περιοχή του ακρωτηρίου Σέρειον, δίπλα στο σημερινό χωριό Μάκρη, επισημάνθηκαν ίχνη ένας άλλου οικισμού κλασικής και ελληνιστικής εποχής. Θα μπορούσε ίσως να ταυτιστεί με μία από τις αποικίες Δρύ. Ζώνη ή Μεσημβρία, εφόσον ή θέση τής Σάλης συμπίπτει με τη θέση τής σημερινής Αλεξανδρούπολης, σύμφωνα με τις αποστάσεις πού δίνουν τα ρωμαϊκά itineraria μεταξύ Σάλης και Τραϊανουπόλεως (ρωμαϊκής πόλης ανατολικά της Αλεξανδρούπολης). Επειδή ή Σάλη μνημονεύεται από τους αρχαίους συγγραφείς ως τον 4ο αι. μ.Χ., η ταύτιση της με την Αλεξανδρούπολη ενισχύεται από την ανεύρεση σε οικόπεδο της σημερινής πόλης τάφων του 4ου αϊ. μ.Χ. (τελείως πρόσφατα ακόμη αδημοσίευτοι). Η Τέμπυρα τοποθετήθηκε από τους ερευνητές δίπλα στη θάλασσα, ατά δυτικά του δέλτα του Έβρου ή στη θέση τής ρωμαϊκής Τραϊανούπολης, πιστεύοντας ότι έτσι μετονομάστηκε στα χρόνια του Τραϊανού το Σαμοθρακικό πόλισμα.

Η ανατολικότερη αποικία τη σαμοθρακικής Περαίας, το Χαράκωμα, θα πρέπει να αναζητηθεί κοντά στην αρχαία πόλη του Δορίσκου πού ταυτίστηκε με τα ερείπια αρχαίου οικισμού 21 χλμ. ανατολικά τής Αλεξανδρούπολης.

Οι πόλεις αυτές τής Περαίας και άλλες μικρές πόλεις, κώμες και οικισμοί πού δεν είναι γνωστά ούτε τα ονόματα ούτε και οι θέσεις τους, αποτελούσαν μαζί με το νησί την πόλη-κράτος Σαμοθράκη. Η κατοχή και ο έλεγχος τής περιοχής αυτής από τη μητρόπολη δεν ήταν συνεχής. Αρχικά ή εξάρτηση των αποικιών από τη μητρόπολη πρέπει να ήταν στενή. Μετά όμως τον 5ο αι. π.Χ. ό δεσμός έγινε χαλαρός και οι σημαντικότερες από τις πόλεις τής Περαίας απέκτησαν κάποια αυτονομία. Έτσι οι τρείς από τις πόλεις Δρυς, Ζώνη και Σάλλη φαίνονται στους αθηναϊκούς φορολογικούς καταλόγους εάν ανεξάρτητες πόλεις, μέλη τής Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας. Ή μόνη από τις πόλεις, απ' όσο γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, πού έκοψε δικό της νόμισμα στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. ήταν ή Ζώνη.

Με εξαίρεση τον οικισμό πού ταυτίζεται με τη Μεσημβρία, ή οικιστική οργάνωση τής σαμοθρακικής Περαίας δεν μάς είναι καθόλου γνωστή. Φαίνεται, όμως, βέβαιο ότι ή άμυνα τού κράτους στηριζόταν σ' αύτη τη σειρά οχυρωμένες θέσεις οικισμούς πού εξασφάλιζαν σε ώρα κινδύνου τον αστικό και αγροτικό πληθυσμό των κτήσεων. Από επιγραφικές μαρτυρίες φαίνεται πώς στα ελληνικά χρόνια ή Περαία ή τμήμα της αφιερώθηκε εάν ιερό τέμενος στους θεούς τής Σαμοθράκης. Απόδειξη τής αναγνώρισης του καθεστώτος αυτού τής Περαίας και στα ρωμαϊκά χρόνια αποτελεί ή ανεύρεση δύο οροθετικών επιγραφών τής «Ιεράς Χώρας» στην Αλεξανδρούπολη (Σάλη) και στην Τραϊανούπολη, πού χρονολογούνται όταν 1ο αι. μ.Χ.

Από τις σημαντικότερες ελληνικές πόλεις, τής αιγαιακής Θράκης, ή Αίνος, κτίστηκε στις ανατολικές εκβολές τού Έβρου, σήμερα ατό έδαφος τής Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Από τις λίγες αρχαίες πόλεις τής Θράκης πού δεν εγκαταλείφθηκαν, άλλα ή ζωή σ' αυτές συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Έτσι τα μόνα αρχαιολογικά στοιχεία πού έχουμε από την Αίνο είναι μερικά τυχαία ευρήματα, αναθηματικά και επιτύμβια ανάγλυφα κλασικών χρόνων, πού βρέθηκαν εντοιχισμένα σε νεότερα σπίτια τής πόλης και, βέβαια, μια σειρά αρχαίων νομισμάτων τής πόλης πού καλύπτουν μία αδιάκοπη σειρά από τις αρχές τού 5ου αϊ. π.Χ. μέχρι τον 1ο αι. π.Χ. Τα νομίσματα αυτά, αργυρά και χάλκινα, προέρχονται από διάφορες άλλες πόλεις γεγονός πού δείχνει την πλατειά κυκλοφορία τους και εικονίζεται ο' αυτά ό θεός 'Ερμής από τη μια πλευρά και μία αίγα, το σύμβολο τής πόλης από την άλλη.

Η πόλη αναφέρεται, με τον ίδιο όνομα. ήδη όταν Όμηρο, ενώ στα Σουίδα αναφέρεται το όνομα Άψινθος σαν το παλιότερο τής πόλης. Πράγματι, ή περιοχή ανατολικά από τις εκβολές τού Έβρου, κατοικούνταν από τα θρακικό φύλο των Αψινθίων. Οι αρχαίοι ιστορικοί μάς άφησαν διαφορετικές πληροφορίες για την προέλευση των Ελλήνων πού αποίκησαν την Αίνο. Έτσι, άλλοι αναφέρουν τη Μυτιλήνη ή την Κύμη σαν μητρόπολη τής Αίνου, ενώ άλλου (Στράβων, Έφορος, Σουίδα), βεβαιώνεται ότι κτίστηκε από Αιολείς από την Αλωπεκόνησο και αργότερα υπήρξε κτίσμα Μυτιληναίων και Κυμαίων. Ή δεύτερη αύτη άποψη φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε ή πόλη. Είναι όμως γεγονός ότι μέσα στον 5ο αι. π.Χ. βρισκόταν σε μεγάλη οικονομική άνθηση, εφόσον από τις πόλεις τής Θράκης μέλη τής α' 'Αθηναϊκής Συμμαχίας, ή Αίνος πλήρωνε τον μεγαλύτερο φόρο από 12 τάλαντα. Ή 'ίδρυση, ωστόσο τής πόλης θα μπορούσε να τοποθετηθεί το αργότερο όταν β' μισό του 6ου αί. π.Χ., εφόσον στις αρχές τού 5ου αι. π.Χ. υποτάσσεται από τον Ξέρξη.

Σχηματίζοντας μιαν αδιάκοπη αλυσίδα, οι ελληνικές αποικίες κατέκλυσαν τα παράλια τής αίγαιακής Θράκης από τις εκβολές τού Στρυμόνα δυτικά μέχρι τις εκβολές του Έβρου στα ανατολικά, Στα σύνολα τους έπαιξαν δύο διαφορετικούς ρόλους: άλλες απ' αυτές παρέμειναν άπλα "εμπόρια" διατηρώντας μέχρι το τέλος της ύπαρξης τους τον αρχικό τους προορισμό, εμπορικοί σταθμοί δηλαδή, από τους όποιους τα ελληνικά προϊόντα διακινούνταν ατή ν ενδοχώρα της Θράκης. Αντίθετα, αρκετές από τις αποικίες της Θράκης από νωρίς ή και αργότερα εξελίχθηκαν σε ανεξάρτητες πόλεις-κράτη έχοντας στην επικράτεια τους μία ευρύτερη περιοχή την οποία εκμεταλλεύονταν. Ή δύναμη πολλών από τις πόλεις αυτές μαρτυρείται και από το ύψος του φόρου πού κατέβαλλαν σαν μέλη της Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας, άλλα και από την καλλιτεχνική και πολιτιστική ακμή πού φανερώνουν τα ευρήματα πού προέρχονται απ' αυτές.

Παράλληλα με τους οικονομικούς σκοπούς πού εξυπηρέτησε ή δημιουργία των ελληνικών αποικιών στην αιγαιακή Θράκη (εξεύρεση νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών και ανάπτυξη του εμπορίου), έπαιξε και ένα πολύ σημαντικό ρόλο πολιτιστικό σε μία κατεξοχήν βαρβαρική χώρα. όπως ή Θράκη. Αρκετά νωρίς. μετά τις πρώτες συγκρούσεις, οι σχέσεις Ελλήνων και Θρακών εξελίχθηκαν σε ειρηνικές και αργότερα οδήγησαν σταδιακά στον εξελληνισμό των Θρακών. Ή ύπαρξη θρακικών ονομάτων σε ελληνόγλωσσες επιγραφές, ή χρήση νομισματικών τύπων ελληνικών πόλεων (όπως της Θάσου) σε νομίσματα πού έκοψαν βασιλείς και πρίγκιπες του κράτους των Οδρυσσών (του μόνου θρακικού φύλου πού οργανώθηκε σε βασίλειο το 480 π.Χ. και έλαβε μεγάλη έκταση), οι επιγαμίες μεταξύ Ελλήνων και Θρακών πού μαρτυρούνται από τους αρχαίους συγγραφείς, ή αγορά ελληνικών έργων τέχνης (κυρίως αττικών αγγείων) πού προέρχονται από πλούσια κτερισμένους τάφους Θρακών ηγεμόνων και, τέλος, ή εισαγωγή τής ελληνικής γλώσσας στην αυλή Θρακών βασιλέων (ό Ξενοφών αναφέρει ότι, επιστρέφοντας από την Ασία, φιλοξενήθηκε από το Θράκα βασιλιά Σεύθη ό όποιος καταλάβαινε την ελληνική γλώσσα), όλα αυτά αποτελούν αναμφισβήτητα δείγματα τής ισχυρής επίδρασης του ελληνισμού στη Θράκη σε βαθμό ώστε στα χρόνια τής ρωμαιοκρατίας ό εξελληνισμός των Θρακών να έχει σχεδόν ολοκληρωθεί
Εύη Σκαρλατίδου
Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων
Περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, Τεύχος 13, Νοέμβριος 1984

Related Posts Plugin for   WordPress, Blogger...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου