Θεόδωρος Αγγελώνιας http://tangelonias.blogspot.com
Πειραιάς 1952. Στον παληό Πειραιά στο μαγέρικο της Σταματίνας Ασημακοπούλου 4 Σαμοθράκες φίλοι ναυτικοί, με συντροφιά την ρετσίνα την ξανθιά. Από αριστερά οι: Αλέκος Χάϊλας, Πέτρος Χαλκιάς, Στέργιος Αγγελώνιας και Θόδωρος Τσαγκουρέλιας.
Ήρεμος αλλά και άγριος συνάμα...
είναι ο Πειραιάς της νύχτας. Ήρεμος με τις πολλές κάθε λογής ταβέρνες και άλλα φαγάδικα του Προφήτη Ηλία, του Μικρολίμανου, του Ν. Φαλήρου και της Πειραϊκής, αλλά και τα πολύβουα μπαράκια της Ακτής Πρωτοψάλτη. Άγριος από την άλλη πλευρά του λιμανιού με τα καμπαρέ που απόμειναν και τα άλλα κέντρα της περιοχής Τρούμπας με την παλιά της φήμη, για τους κυρίως ξένους και γενικά ναυτικούς, που κυκλοφορούν εκεί. Εφυγαν το 1968 οι ιερόδουλες, χάθηκε η παλιά βρώμικη «δόξα» της, αλλά το όνομα και ένα μέρος από το παρελθόν έμειναν.
Παρακάτω ένα αφιέρωμα στην μπέλ επόκ της Πειραϊκής Ταβέρνας του αείμνηστου χρονογράφου του Πειραιά Θεόδωρου Βλάσση στα 1965 στη «ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ».
(πηγή:http://www.koutouzis.gr)
«Από κάτι στοιχεία που αναφέρονται στην προ τεσσαρακονταετίας εποχή, αποδεικνύεται ότι, όχι μόνον η πόλη μας άλλαξε μορφή, αλλά και οι συνθήκες ζωής των κατοίκων της έχουν αλλοιωθεί.
Γεγονός είναι, ότι από την μεταμόρφωση αυτή, από την εξελικτική πρόοδο, χάνεται εκείνο το γνωστό, το μοναδικό πειραιώτικο χρώμα που τόσο συγκινούσε εμάς τους παλιούς Πειραιώτες.
Εντυπωσιακή είναι η αλλαγή στον βραδινό Πειραιά. Το παλιό πειραιώτικο σοκάκι, έχει πάρει άλλη όψη. Στη θέση των μονώροφων η το πολύ διώροφων κατοικιών, στους χώρους που άλλοτε κατελάμβαναν οι μάντρες με τις τεράστιες ξύλινες πόρτες τσιμεντένια μεγαθήρια έχουν υψωθεί. Πλάϊ στα πεζοδρόμια που κάποτε κάποιο δίτροχο καρότσι μπακάλη άραζε, σήμερα πυκνή σειρά από αυτοκίνητα έχουν πάρει θέση.
Οι παλιοί Πειραιώτικοι νυκτερινοί δρόμοι έχουνε χάσει τις δύο τακτικές παρουσίες τους. Τους κανταδόρους και τους μπεκρήδες. Και οι δύο αυτές παλιές και απαραίτητες εμφανίσεις, ήσαν παράγωγα του πιοτού. Από τα κρασοπουλιά ξεκινούσαν και οι δύο. Στα μεράκια τους οι πρώτοι, πιο «πατημένοι» οι δεύτεροι.
Τί έγιναν αυτές οι δύο μορφές της παλιάς νυκτερινής πειραιώτικης ζωής; Γιατί χάθηκαν; Αφού και σήμερα το κρασί υπάρχει άφθονο, γιατί να λείψουν αυτές οι δύο παρουσίες;
Την απάντηση θα την βρούμε στα στοιχεία. Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτά, πριν σαράντα χρόνια στον Πειραιά (1930-1940), λειτουργούσαν 41 ποτοπωλεία (ουζάδικα), 48 ζυθεστιατόρια, 47 ζυθοπωλεία, 23 καφεζυθοπωλεία, 77 μαγέρικα, 273 οινομαγειρεία, 330 οινοπαντοπωλεία και 344 παντοπωλεία.
Οποιος έζησε εκείνη την εποχή, θα θυμάται, ότι, σπάνια, εύρισκες μπακάλικο που να μην σερβίρει, έστω στα όρθια, ρετσίνα. Με λίγο τυρί στο χαρτί, με μια σαρδέλα, θα κατέβαζε ο πελάτης τα ποτήρια του.
Συνολικώς, λοιπόν, στον τότε Πειραιά υπήρχαν 1.183 μαγαζιά που πουλούσαν πιοτό, υπό διαφόρους μορφάς.
Αλλά κι' αν ακόμα θελήσουμε να σταθούμε στα μαγαζιά και στις μπακαλοταβέρνες ο αριθμός εντυπωσιάζει. Οπου μάντρα, εκείνα τα χρόνια, εκεί και το τηγάνι, και το βαρέλι. Οπου υπόγειο τα ίδια. Οπου μπακάλικο και τσούρμο__για ρούφα.
Τώρα, ο σημερινός Πειραιάς στερήθηκε και τα δυο του εκείνα αγαθά.
Με το κερί, ψάχνουνε οι Πειραιώτες να 6ρούνε ταβερνάκι. Πρόβλημα για τις συντροφιές η ανεύρεσις με λίγο χρώμα. Ακόμα και στους γύρω Δήμους επιχειρείται η έρευνα.
Οι λίγες στον Πειραιά υπάρχουσες ταβέρνες, έχουν μεταβληθεί σε εστιατόρια ή κοσμικά κέντρα. Αφορμή η οικοδομική δραστηριότης. Πώς να χωρέσει στην πολυκατοικία το κουτούκι και πώς να διατεθεί χώρος για μπόλικα τραπέζια; Πάει λοιπόν το πρώτο αγαθό.
Την πιο μεγάλη ζημιά την εδημιούργησε το κλείσιμο της μπακαλοταβέρνας από τις 81/2 το βράδυ. Το κρασί δεν προσφέρεται για... απογευματινές εκδηλώσεις. Η ρετσίνα είναι βραδυνό ρόφημα. Την πίνει κανείς για ξεκούρασμα, την θέλει ο μεροκαματιάρης, ο δουλευτής για καταστάλαγμα, να κάνη κεφάκι, να ξεχάση, να φιλοσοφήση και να πάρη κουράγιο για το αβόζο μινοράκι του.
Που να γίνουν αυτά; Στην αίθουσα τη φωτισμένη με απλίκες, στα τραπέζια με το άσπρο τραπεζομάντηλο, με γκαρσόνι παπιονάτο; Αυτά θέλουν ορατή κάνουλα που να γουργουράη, τηγάνι που να μουρμουράη και κάπελλα με ποδιά, που να φέρνη και το ποτήρι του στο τραπέζι. Αυτά θέλουνε γκιουβέτσι, θέλουνε μαριδάκι, θέλουνε συκωταριά της ώρας.
Για την εποχή που μιλάμε, τα προαναφερθέντα τάβρισκε κανείς σε πρώτη ζήτηση όχι μόνο στις ταβέρνες, μα και στα μπακάλικα. Κάποια παράμερα στημένη γκαζιέρα θα στα ετοίμαζε. Και κάποια κρεμασμένη κιθάρα, θα έκανε νόημα στους κανταδόρους.
Σ αυτού του είδους τα κρασοπουλιά ξέρανε και να μιλήσουνε και να φερθούνε οι ρετσινοδίαιτοι. Ανεπηρέαστη τότε η ταβέρνα από τις θηλυκές παρουσίες. Μαζί λοιπόν με τσν οικοδομικό οργασμό, μαζί με την έλλειψη χώρου, μαζί με τις διακοσμήσεις, εισήλασε στην ταβέρνα και το γυναικείο στοιχείο με το παρλαμέντο του, με το σταυροπόδι του και με το αρωματάκι του.Κι' η παληά ταβέρνα χάθηκε. Μαζί με τ' άλλα ξεθώριασε και το χρώμα της. Θ. ΒΛΑΣΣΗΣ».-
Την πιο μεγάλη ζημιά την εδημιούργησε το κλείσιμο της μπακαλοταβέρνας από τις 81/2 το βράδυ. Το κρασί δεν προσφέρεται για... απογευματινές εκδηλώσεις. Η ρετσίνα είναι βραδυνό ρόφημα. Την πίνει κανείς για ξεκούρασμα, την θέλει ο μεροκαματιάρης, ο δουλευτής για καταστάλαγμα, να κάνη κεφάκι, να ξεχάση, να φιλοσοφήση και να πάρη κουράγιο για το αβόζο μινοράκι του.
Που να γίνουν αυτά; Στην αίθουσα τη φωτισμένη με απλίκες, στα τραπέζια με το άσπρο τραπεζομάντηλο, με γκαρσόνι παπιονάτο; Αυτά θέλουν ορατή κάνουλα που να γουργουράη, τηγάνι που να μουρμουράη και κάπελλα με ποδιά, που να φέρνη και το ποτήρι του στο τραπέζι. Αυτά θέλουνε γκιουβέτσι, θέλουνε μαριδάκι, θέλουνε συκωταριά της ώρας.
Για την εποχή που μιλάμε, τα προαναφερθέντα τάβρισκε κανείς σε πρώτη ζήτηση όχι μόνο στις ταβέρνες, μα και στα μπακάλικα. Κάποια παράμερα στημένη γκαζιέρα θα στα ετοίμαζε. Και κάποια κρεμασμένη κιθάρα, θα έκανε νόημα στους κανταδόρους.
Σ αυτού του είδους τα κρασοπουλιά ξέρανε και να μιλήσουνε και να φερθούνε οι ρετσινοδίαιτοι. Ανεπηρέαστη τότε η ταβέρνα από τις θηλυκές παρουσίες. Μαζί λοιπόν με τσν οικοδομικό οργασμό, μαζί με την έλλειψη χώρου, μαζί με τις διακοσμήσεις, εισήλασε στην ταβέρνα και το γυναικείο στοιχείο με το παρλαμέντο του, με το σταυροπόδι του και με το αρωματάκι του.Κι' η παληά ταβέρνα χάθηκε. Μαζί με τ' άλλα ξεθώριασε και το χρώμα της. Θ. ΒΛΑΣΣΗΣ».-
Η αξία της φανταστικής ταξιδιωτικής περιπλάνησης που μας προσφέρεις αποσπώντας μας από τη μαυρίλα των ημερών είναι κυριολεκτικά ανεκτίμητη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Όλο λέω να φύγω μιαν ημέρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήόλο λέω να πάω στην Ταορμίνα…
...Μα τα χρόνια περνάνε κι όλο μένω,
πάντα κάτι τυχαίνει –και δεν πάω…
Κι ούτε θα πάω ποτές! Η Ταορμίνα
(κι αν υπάρχει) για μένα θε να μείνει
του εξόριστου τ’ Ονείρου μου η Πατρίδα,
σα μια ευτυχία που μου’ ναι ταγμένη
και που ό,τι κι αν συμβεί –με περιμένει,
ενώ, αν είχα πάει, τι θα ’χα τώρα
την άχαρη ζωή μου να γλυκαίνει;
"Ταορμίνα" κ. Ουράνης
Νάσαι καλά!