Mια άλλη μορφή της ναυτικής μας παράδοσης στις λίμνες της πατρίδας μας αντιστέκεται με πείσμα στο χρόνο και στην εισβολή της τεχνολογίας. Tα πλεούμενα που υπάρχουν στις λίμνες, ποτάμια και λιμνοθάλασσες, αποτελούν ένα ζωντανό κομμάτι της παράδοσης αυτής.
Η βάρκα-"πλάβα" Άγ. Νικόλαος του Χρήστου Ισιδωρίδη, που κατάγεται από τις Φέρες Έβρου, χαρακτηριστικό δείγμα της λιμναίας ναυτικής μας παράδοσης σε κάποιο κανάλι γλυκού νερού. Στα κανάλια γλυκού νερού
και σε υδάτινες εκτάσεις κατά μήκος του ποταμού Έβρου αναπτύσσονται τα αγριοκάλαμα, χαρακτηριστικό είδος της χλωρίδας του Δέλτα του Έβρου.
Ας δούμε όμως τι είναι η βάρκα-πλάβα; Σύμφωνα με μελέτες του κ. Ιωάννη Παντζόπουλου, Γενικού Γραμματέα του Ινστιτούτου Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης:
Βασική διαφορά στην κατασκευή αυτών των βαρκών από τις αντίστοιχες
θαλασσινές που φτιάχνονται στις μέρες μας είναι ότι τοποθετούνται πρώτα
τα μαδέρια του πετσώματος (επηγκενίδες) και στη συνέχεια μερικοί νομείς,
ως ενισχυτικά στοιχεία και νια να διατηρήσουν τη μορφή του
περιβλήματος. Και ουτή είναι μια μέθοδος κατασκευής που έχει τις ρίζες
της στην αρχαιότητα και που μόνο σ' αυτούς τους τόπους των σκαριών
συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Όλη η ξυλεία που χρησιμοποιείται για τα
μαδέρια του πετσώματος και τους νομείς προέρχεται σχε¬δόν πάντα από τις
γύρω περιοχές των λιμνών που τις φιλοξενούν και που κατά περίπτωση
μπορεί να είναι καραγάτσι, βαλανιδιά, καστανιά, πεύκο ή λεύκα.
Τα ξύλα στις περισσότερες περιπτώσεις συνδέονται μεταξύ τους με καρφοβελόνες ή μεταλλικά στοιχεία σε οχήμα Π και η στεγανοποίηση των αρμών γίνεται με πίσσα, που αποτελεί και το μοναδικό υλικό συντήρησης και συνάμα χρωματισμού των σκαριών. Για την προώθηση των λιμναίων βαρκών χρησιμοποιούνται κουπιά ή ένα μακρύ κοντάρι που ονομάζουν κούντα ή σταλίκι. Επειδή όμως το πλάτος των βαρκών είναι μικρό και η κωπηλασία αρκετά δύσκολη, τοποθετούν εγκάρσια ένα μακρύ ξύλο, το ζυγό, που στις δυο άκρες του είναι στερεωμένοι οι σκαλμοί.
Αυτά είναι τα βασικά γνωρίσματα των ελληνικών λιμναίων βαρκών.
Γνωρίσματα που δεν μετέβαλε χρόνος, έτσι που όσες από αυτές τις βάρκες διατηρούνται ή κατασκευάζονται ακόμα, να κλείνουν μέσα τους μια μακραίωνη παράδοση μοναδική στο είδος της.
Παρακάτω περιγράφονται μερικοί τύποι βαρκών που μπορεί κανείς να συναντήσει στις ελληνικές λίμνες και λιμνοθάλασσες.
Η «πλάβα»
Η «πλάβα» αποτελεί τον τύπο της λιμνιάς βάρκας που συναντάμε στις λίμνες Βεγορίτιδα, Πρέσπα, Δοϊράνης και Καστοριάς. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των σκαφών είναι η τραπεζοειδής τομή τους σ' όλο το μήκος τους, με εμφανή την κλίση των πλευρικών μαδεριών του πετσώματος προς τα μέσα. Έχουμε δηλαδή ένα τραπέζιο που σχηματίζεται από τον φαρδύτερο πυθμένα, τις πλευρές του σκάφους που συγκλίνουν προς τα μέσα και τη στενότερη πλευρά του που αποτελεί η νοητή ευθεία που ενώνει τα ελεύθερα χείλια του πάνω μαδεριού (κατάστρωμα). Αυτή η κλίση των μαδεριών του πετσώματος είναι η ίδια που διαφοροποιεί και καθορίζει τελικά την καταγωγή της «πλάβας» από λίμνη σε λίμνη. Έτσι, ενώ η κλίση των πλευρών της πλάβας της Βεγορίτιδος είναι αρκετά αισθητή, παρουσιάζεται σημαντικά μικρότερη σε εκείνες της Πρέσπας και της Δοϊράνης και ελάχιστη ή ανύπαρκτη στην πλάβα της Καστοριάς. Ο πυθμένας στις πλάβες παρουσιάζει μια ελαφρά κύρτωση σ' όλο του το μήκος, που γίνεται εντονότερη στην περιοχή της πλώρης, για να βοηθάει το σκάφος στην υπερπήδηση της βλάστησης των λιμνών αλλά και για το εύκολο τράβηγμα του στη στεριά.
Οι πλάβες, σε γενικές γραμμές, έχουν λεπτή πλώρη σε σχέση με τη φαρδύτερη πρύμνη τους. που κυμαίνεται γύρω στα 40 εκατοστά. Το σκάφος έχει σ' όλο το μήκος του διπύθμενα, που το μπρος μέρος τους (προς την πλώρη) oι ψαράδες το γεμίζουν νερό για να διατηρούν σ' αυτό τα ψάρια τους. Στις πλάβες τοποθετούνται στραβόξυλα (εγκοίλια) κάθε 50 εκατοστά περίπου, που αποτελούν ενισχυτικά στοιχεία της ξυλοκατασκευής και κατασκευάζονται από τοπική ξυλεία, που από τη φύση της παρουσιάζει ανάλογη κύρτωση. Όπως στο «καράβι» της λίμνης της Καστοριάς έτσι και στις «πλάβες.. υπάρχει, στο μέσο περίπου του σκάφους, η εγκάρσια δοκός (ζυγός) για την τοποθέτηση των σκαλμών. Ακόμα, για τη σύνδεση των μαδεριών μεταξύ τους, ακολουθείται η ίδια μέθοδος με αυτή των Καστοριανών κατασκευαστών.
Οι βασικές διαστάσεις της πλάβας, που παρουσιάζουν μικροδιαφορές από τόπο σε τόπο, είναι: Μήκος ολικό περίπου 6.30 μ. Μήκος πυθμένα περίπου 5 μέτρα, πλάτος μεταξύ 120 και 90 εκατοστών και ύψος κοίλου περίπου 60 εκατοστά.
Η βάρκα-"πλάβα" Άγ. Νικόλαος του Χρήστου Ισιδωρίδη, που κατάγεται από τις Φέρες Έβρου, χαρακτηριστικό δείγμα της λιμναίας ναυτικής μας παράδοσης σε κάποιο κανάλι γλυκού νερού. Στα κανάλια γλυκού νερού
και σε υδάτινες εκτάσεις κατά μήκος του ποταμού Έβρου αναπτύσσονται τα αγριοκάλαμα, χαρακτηριστικό είδος της χλωρίδας του Δέλτα του Έβρου.
Ας δούμε όμως τι είναι η βάρκα-πλάβα; Σύμφωνα με μελέτες του κ. Ιωάννη Παντζόπουλου, Γενικού Γραμματέα του Ινστιτούτου Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης:
ΟΙ ΒΑΡΚΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΙΜΝΩΝ ΚΑΙ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΩΝ
Οι βάρκες των ελληνικών λιμνών και λιμνοθαλασσών αποτελούν πρωτόγονα
κατασκευάσματα που δεν υπακούουν, σε καμιά σχεδόν περίπτωση, στους
κανόνες της ναυπηγικής τέχνης. Οι κατασκευαστές τους - απλοί μαραγκοί,
αγρότες ή ψαράδες των παραλιμνίων περιοχών - δεν έχουν καμιά ουσιαστική
επαφή με το θαλασσινό στοιχείο και τις απαιτήσεις του. Η μορφολογία των
βαρκών που κατασκευάζουν είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στα, ήρεμα σχεδόν,
νερά των λιμνών με τις μικρές αποστάσεις και τις άλλες ιδιόμορφες
συνθήκες που επικρατούν σ' αυτές, όπως η κίνηση σε ρηχά νερά, σε
βαλτώδεις περιοχές, ανάμεσα σε καλαμώνες και πάνω από πυκνή υδρόβια
βλάστηση. Έτσι οι βάρκες των ελληνικών λιμνών κατασκευάζονται κατά
κανόνα με επίπεδο πυθμένα, χωρίς προεξέχουσα τρόπιδα, που αποτελεί το
κύριο γνώρισμα των θαλασσινών σκαριών. Ο πυθμένας τους ανυψώνεται και
λεπταίνει στην πλώρη και την πρύμνη για να μπορούν να κινούνται και να
υπερπηδούν ευκολότερα τη βλάστηση της λίμνης, να έχουν καλύτερη προώθηση
αλλά και για να τραβιούνται εύκολα στη στεριά. Για το «χτίσιμο» αυτών
των σκαριών εφαρμόζεται από τους αρχαιότερους χρόνους μέχρι σήμερα
αναλλοίωτη η ίδια μέθοδος κατασκευής, με το ίδιο πάντα μορφολογικό
αποτέλεσμα, χωρίς την παραμικρή τάση εξέλιξης. Οι κατασκευαστές τους
αρκούνται στο να φτιάχνουν βάρκες που να εκπληρώνουν τις λειτουργικές
τους ανάγκες, χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το αισθητικό
αποτέλεσμα του έργου τους. Ακόμα, πρώτιστα τους ενδιαφέρει η εύκολη και
στέρεη κατασκευή, πράγμα που οδηγεί σχεδόν πάντα στην ανυπαρξία καμπύλων
τμημάτων, που απαι¬τούν άλλωστε ξεχωριστή τεχνική κατάρτιση.Η βάρκα της λίμνης των Ιωαννίνων |
Τα ξύλα στις περισσότερες περιπτώσεις συνδέονται μεταξύ τους με καρφοβελόνες ή μεταλλικά στοιχεία σε οχήμα Π και η στεγανοποίηση των αρμών γίνεται με πίσσα, που αποτελεί και το μοναδικό υλικό συντήρησης και συνάμα χρωματισμού των σκαριών. Για την προώθηση των λιμναίων βαρκών χρησιμοποιούνται κουπιά ή ένα μακρύ κοντάρι που ονομάζουν κούντα ή σταλίκι. Επειδή όμως το πλάτος των βαρκών είναι μικρό και η κωπηλασία αρκετά δύσκολη, τοποθετούν εγκάρσια ένα μακρύ ξύλο, το ζυγό, που στις δυο άκρες του είναι στερεωμένοι οι σκαλμοί.
Αυτά είναι τα βασικά γνωρίσματα των ελληνικών λιμναίων βαρκών.
Γνωρίσματα που δεν μετέβαλε χρόνος, έτσι που όσες από αυτές τις βάρκες διατηρούνται ή κατασκευάζονται ακόμα, να κλείνουν μέσα τους μια μακραίωνη παράδοση μοναδική στο είδος της.
Παρακάτω περιγράφονται μερικοί τύποι βαρκών που μπορεί κανείς να συναντήσει στις ελληνικές λίμνες και λιμνοθάλασσες.
«Πλάβα» του Μακεδονικού Αγώνα στο βάλτο των Γιαννιτσών. |
Η «πλάβα» αποτελεί τον τύπο της λιμνιάς βάρκας που συναντάμε στις λίμνες Βεγορίτιδα, Πρέσπα, Δοϊράνης και Καστοριάς. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των σκαφών είναι η τραπεζοειδής τομή τους σ' όλο το μήκος τους, με εμφανή την κλίση των πλευρικών μαδεριών του πετσώματος προς τα μέσα. Έχουμε δηλαδή ένα τραπέζιο που σχηματίζεται από τον φαρδύτερο πυθμένα, τις πλευρές του σκάφους που συγκλίνουν προς τα μέσα και τη στενότερη πλευρά του που αποτελεί η νοητή ευθεία που ενώνει τα ελεύθερα χείλια του πάνω μαδεριού (κατάστρωμα). Αυτή η κλίση των μαδεριών του πετσώματος είναι η ίδια που διαφοροποιεί και καθορίζει τελικά την καταγωγή της «πλάβας» από λίμνη σε λίμνη. Έτσι, ενώ η κλίση των πλευρών της πλάβας της Βεγορίτιδος είναι αρκετά αισθητή, παρουσιάζεται σημαντικά μικρότερη σε εκείνες της Πρέσπας και της Δοϊράνης και ελάχιστη ή ανύπαρκτη στην πλάβα της Καστοριάς. Ο πυθμένας στις πλάβες παρουσιάζει μια ελαφρά κύρτωση σ' όλο του το μήκος, που γίνεται εντονότερη στην περιοχή της πλώρης, για να βοηθάει το σκάφος στην υπερπήδηση της βλάστησης των λιμνών αλλά και για το εύκολο τράβηγμα του στη στεριά.
Οι πλάβες, σε γενικές γραμμές, έχουν λεπτή πλώρη σε σχέση με τη φαρδύτερη πρύμνη τους. που κυμαίνεται γύρω στα 40 εκατοστά. Το σκάφος έχει σ' όλο το μήκος του διπύθμενα, που το μπρος μέρος τους (προς την πλώρη) oι ψαράδες το γεμίζουν νερό για να διατηρούν σ' αυτό τα ψάρια τους. Στις πλάβες τοποθετούνται στραβόξυλα (εγκοίλια) κάθε 50 εκατοστά περίπου, που αποτελούν ενισχυτικά στοιχεία της ξυλοκατασκευής και κατασκευάζονται από τοπική ξυλεία, που από τη φύση της παρουσιάζει ανάλογη κύρτωση. Όπως στο «καράβι» της λίμνης της Καστοριάς έτσι και στις «πλάβες.. υπάρχει, στο μέσο περίπου του σκάφους, η εγκάρσια δοκός (ζυγός) για την τοποθέτηση των σκαλμών. Ακόμα, για τη σύνδεση των μαδεριών μεταξύ τους, ακολουθείται η ίδια μέθοδος με αυτή των Καστοριανών κατασκευαστών.
Οι βασικές διαστάσεις της πλάβας, που παρουσιάζουν μικροδιαφορές από τόπο σε τόπο, είναι: Μήκος ολικό περίπου 6.30 μ. Μήκος πυθμένα περίπου 5 μέτρα, πλάτος μεταξύ 120 και 90 εκατοστών και ύψος κοίλου περίπου 60 εκατοστά.
Η «βάρκα» της λίμνης των Ιωαννίνων
Η «βάρκα» της λίμνης των Ιωαννίνων, όπως όλες σχεδόν οι βάρκες των ελληνικών λιμνών, έχει επίπεδο πυθμένα που λεπταίνει και σηκώνεται ελαφρά στις δυο άκρες του. Αυτός ο επίπεδος πυθμένας κατασκευάζεται από μονοκόμματο ξύλο, που παίρνει την οριστική μορφή του μετά από επιδέξιο πελέκημα. Πάνω στα κοράκια της πλώρης και της πρύμνης (ποδόσταμο και στείρα), που οι ντόπιοι ονομάζουν κρούνες, στηρίζονται τα μαδέρια του πετσώματος (επηγκενίδες) σε κλιμακωτή αρμολογία, που πέρα από την απλότητα της κατασκευής εξασφαλίζει και ικανοποιητική στεγανότητα.
Τα στραβόξυλα (εγκοίλια), που απέχουν μεταξύ τους γύρω στα 60-70 εκατοστά, είναι απλά ενισχυτικά κομμάτια ξύλου που βοηθούν στη συγκράτηση των μαδεριών του πετσώματος και τη διατήρηση της μορφής της βάρκας, χωρίς να αποτελούν και απαραίτητο στοιχεία της όλης κατασκευής. Στα 2/3 του μήκους του σκάφους και προς το κέντρο κατασκευάζεται πάτωμα ή στρωσιά. όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι. Αυτή στηρίζεται στο δόντι που σχηματίζεται μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μαδεριού του πετσώματος. Ακόμα, στην πλώρη και την πρύμνη κατασκευάζονται δυο μικροί πάγκοι, που στηρίζονται στο δόντι που δημιουργεί η σύνδεση του δεύτερου με το τρίτο μαδέρι του πετσώματος. Η ύπαρξη αυτών αποτελεί ένα διαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της «βάρκας» των Ιωαννίνων.
Στην άκρη του πλωριού πάγκου παλιότερα υπήρχε υποδοχή για υποτυπώδη ιστό (ιστιοδοχη), που με το μικρό πανί που έπαιρνε απάλλασε τον επιβαίνοντα από τη συνεχή κωπηλασία. Οι κύριες διαστάσεις της «βάρκας» των Ιωαννίνων είναι; Μήκος 5.50-6.00 μ., πλάτος 1.10-1.20 μ. και ύψος κοίλου 60-70 εκατοστά.
Το "καράβι" της λίμνης Καστοριάς |
Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του «καραβιού» της λίμνης της Καστοριάς αποτελεί η παντελής έλλειψη στραβόξυλων (νομέων) σε όλο το μήκος του. Η μορφή του σκαριού εξασφαλίζεται με τον ειδικό τρόπο σύνδεσης των μαδεριών του πετσώματος (επηγκενίδων) στην πλώρη και την πρύμνη και με την τοποθέτηση μιας δοκού, που ονομάζουν μεσο-τροχάντερο. εγκάρσια και στο μέσον περίπου του σκαριού η οποία και εμποδίζει τη μετακίνηση των πλευρών προς τα μέσα. Το «καράβι» της Καστοριάς πα¬ρουσιάζει το μεγαλύτερο πλάτος του προς το τμήμα της πρύμνης. Η πλώρη από τα 3/4 περίπου του μήκους του σκάφους αρχίζει να ανυψώνεται, έτσι που να διευκολύνεται η πλεύση του ανάμεσα και πάνω από τη βλάστηση της λίμνης. Παρατηρώντας την εγκάρσια τομή του «καραβιού», ιδιαίτερα στην περιοχή του πυθμένα, διαπιστωνουμε μια μικρή μορφολογική ομοιότητα - προσέγγιση - με την καμπύλη μορφή που παρουσιάζουν τα θαλασσινά μας σκάφη. Η κυρτότητα που εμφανίζουν τα μαδέρια του πετσώματος, στο φαρδύτερο τμήμα του σκάφους, πετυχαίνεται με το λύγισμα των ξύλων με ζεστό νερό, τοποθέτηση βαρών, δέσιμο κλπ. Η σύνδεση των λυγισμένων πια μαδεριών μεταξύ τους γίνεται με μεταλλικά άγκιστρα σε σχήμα Π, αφού τοποθετηθούν το ένα πάνω στο άλλο με τη στενή και επίπεδα κομμένη πλευρά τους.
Χαρακτηριστική για το «καράβι» της λίμνης της Καστοριάς είναι επίσης και η ύπαρξη, εγκάρσια στο σκάφος και πάνω από το μεσοτροχάντερο, μιας μακριάς δοκού (ζυγού), που στις άκρες της τοποθετούνται οι σκαλμοί. Όπως στη «βάρκα» των Ιωαννίνων έτσι και στο «καράβι» της Καστοριάς, στην πλώρη και την πρύμνη πολλές φορές τοποθετούνται δυο μικροί πάγκοι που οι ντόπιοι ονομάζουν ουτουράκια και που στερεώνονται στο μέσον περίπου του πάνω μαδεριού.
Η στεγανοποίηση των αρμών και η προστασία του ξύλου πετυχαίνε¬ται με χρήση πίσσας, που ταυτόχρονα αποτελεί και το μοναδικό χρωστικό υλικό.
Οι βασικές διαστάσεις του «καραβιού» της λίμνης της Καστοριάς είναι περίπου ίδιες με αυτές της βάρκας της λίμνης των Ιωαννίνων, μχ εξαίρεση το πλάτος του. που είναι κατά τι μικρότερο. Έτσι έχουμε: Μήκος 5-50-6.00 μ., πλάτος περίπου 90 εκατοστά και κοίλο 60-80 εκατοστά.
Το "καράβι" της λίμνης Κορώνειας |
Το «καράβι» της Βόλβης και της Κορώνειας μορφολογικά έχει πολλές κοινές ομοιότητες με τα θαλασσινά σκαριά, αλλά τα κύρια χαρακτηριστικά του γνωρίσματα είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες των λιμνών αυτών. Ο τρόπος κατασκευής του σκάφους απαιτεί μαστόρους με ιδιαίτερη εμπειρία target="_blank" και τεχνική κατάρτιση, πράγμα που δε συμβαίνει με τους κατασκευαστές των άλλων λιμναίων σκαφών.
Υπάρχουν δυο τουλάχιστον πιθανές απόψεις για την προέλευση και τη μορφή του «καραβιού» αυτων των λιμνών. Κατά την πρώτη, πιθανολογείται ότι το πρότυπο κατασκευάστηκε από έμπειρο ναυπηγό θαλασσινών σκαφών που προσάρμοσε κάποιο θαλασσινό σκαρί στις συνθήκες της λίμνης. Κατά τη δεύτερη άποψη, ο τύπος αυτός αποτελεί τη μετεξελιγμένη μορφή σκάφους που ήλθε κάποτε από τη Μαύρη Θάλασσα. Κι αυτό γιατί, σ' αυτή την περιοχή, ακόμα και σήμερα υπάρχουν σκάφη που παρουσιάζουν αρκετά κοινά μορφολογικά και τεχνικά γνωρίσματα με το «καράβι».
Στο «καράβι» η πλώρη και η πρύμνη, που είναι σχεδόν όμοιες μεταξύ τους, θυμίζουν στη μορφή το τρεχαντήρι, μόνο που εδώ οι κλίσεις είναι σημαντικά μεγαλύτερες και η καμπυλότητα τους περισσότερο έντονη.
Τα στραβόξυλα, που εδώ έχουν πρωτεύοντα κατασκευαστικό ρόλο, όπως στα θαλασσινά σκαριά, τοποθετούνται σε απόσταση 30 περίπου εκατοστών το ένα από το άλλο και αποτελούνται από δυο τμήματα, που συνδέονται μεταξύ τους με επικάλυψη του ενός κομματιού ξύλου από το άλλο, όπως συμβαίνει στα μικρά θαλασσινά σκάφη.
Άλλο ένα στοιχείο που υποδηλώνει τη συγγενικότητα του «καραβιού» με τα θαλασσινά ναυπηγήματα είναι η υποτυπώδης καρίνα του που δημιουργείται από την ελαφρώς προεξέχουσα κεντρική δοκό του πυθμένα και που στα δυο άκρα της καταλήγει σε σαφή μορφή στείρας και ποδοστάματος.
Ακόμα, οι ομοιότητες με τα θαλασσινά σκάφη υπάρχουν στον τρόπο σύνδεσης της τρόπιδας με τη στείρα και το ποδόσταμο με ονυχωτή συμβολή, στην ύπαρξη κανθού στην τρόπιδα, τη στείρα και το ποδάσταμο για τη σύνδεση τους με τα μαδέρια του πετσώματος, όπως επίσης στην κυρτότητα των νομέων και τη χρησιμοποίηση λού-ρου νια τη στήριξη των νομέων και των πάγκων.
Αυτά είναι τα βασικά γνωρίσματα του «καραβιού» των λιμνών Βόλβης και Κορώνειας, που ταυτόχρονα αποτελούν και τα γνωρίσματα που στη μετάπλαση τους, για τις ανάγκες της λίμνης, μαρτυρούν τη θαλασσινή τους καταγωγή. Οι βασικές διαστάσεις του «καραβιού» της Βόλβης και της Κορώνειας είναι περίπου οι παρακάτω: Μήκος 6,30 μ., πλάτος 1.30 μ. και κοίλο 60 εκατοστά.
Η «γάιτα» της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου |
Στην περίπτωση της «γάιτας» του Μεσολογγίου έχουμε ένα σκάφος που είναι φτιαγμένο για να πλέει στις ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούν στη λιμνοθάλασσα με τα ρηχά νερά, που σε πολλά οημεία δεν ξεπερνούν τα 30 εκατοοτά. Έτσι η μορφή του σκάφους συγκεντρώνει όλα εκείνα τα απαραίτητα χαρακτηριστικό που του επιτρέπουν να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των ψαράδων της περιοχής και ταυτόχρονα να χρησιμεύει ως μέσο μεταφοράς από τόπο σε τόπο στη λιμνοθάλασσα. Τα μικρά βάθη απαιτούν, για την καλή πλευστότητα της «γάιτας», την ύπαρξη εκτεταμένου και επίπεδου πυθμένα και μικρό βύθισμα, για δε την κίνηση της σ' αυτά είναι αρκετή η χρησιμοποίηση ενός κονταριού (σταλικι) που να «πιανει» στον πυθμένα της λιμνοθάλασσας. Μορφολογικά στη «γαϊτα» είναι εύκολο να διακρίνουμε μια κάποια επιρροή που έχει δεχτεί από τη μορφή των θαλασσινών σκαριών, πράγμα άλλωστε που δικαιολογείται από τη γειτνίαση της λιμνοθάλασσας με το παρακείμενο θαλασσινό στοιχείο. Αρκεί να δούμε την ατρακτοειδή μορφή της, σε κάτοψη και αρκετά από τα κατασκευαστικά της στοιχεία για να αντιληφθούμε αυτή την επιρροή. Έτσι, στη «γάιτα» διακρίνουμε την ύπαρξη κουπαστής, λούρου και πάγκων, που θυμίζουν πολύ τις θαλασσινές μας βάρκες. Τα μικρά όμως βάθη της λιμνοθάλασσας, σε συνδυασμό με τα ήρεμα νερά της, κάνουν περιττή την ύπαρξη ισχυρής κατασκευής, που θα αύξανε χωρίς ιδιαίτερο λόγο το κόστος και το χρόνο κατασκευής της «γάιτας» και παράλληλα θα απαιτούσε μεγαλύτερη τεχνική κατάρτιση από τους κατασκευαστές της.
Οι νομείς, που υπάρχουν και στη «γάιτα» του Μεσολογγίου, δεν αποτελούν καθοριστικό παράγοντα του τρόπου κατασκευής και ο ρόλος τους είναι και εδώ καθαρά ενισχυτικός της όλης κατασκευής. Φτιαγμένοι από τρία τεμάχια ξύλου, του πυθμένα και δύο πλευρικών, τοποθετούνται σε απόσταση 20 περίπου εκατοστών ο ένας από τον άλλον, μετά τη διαμόρφωση του επίπεδου πυθμένα του σκάφους και χωρίς να υπάρχει καμιά σύνδεση μεταξύ τους. Οι διαστάσεις της «γάιτας» διαφέρουν από σκάφος σε σκάφος. Σε γενικές γραμμές είναι; Μήκος από 5-7 μέτρα, πλάτος από 1.20-1.40 μέτρα και ύψος κοίλου από 40-60 εκατοστά.
Επίμετρο
Με τη σύντομη αυτή αναφορά στις βάρκες των ελληνικών λιμνών και λιμνοθαλασσών, ελπίζουμε πως δόθηκε μια συνοπτική αλλά αρκετά σαφής εικόνα της μορφής των κυριοτέρων σκαφών του είδους που, σε μικρό ίσως αριθμό, μπορούμε ακόμα σήμερα να συναντήσουμε σε κάποιες γωνιές της πατρίδας μας.
Μέχρι τώρα πολύ λίγα έχουν γραφεί γι' αυτά τα σκαριά και είναι ελάχιστοι οι επιστήμονες και μελετητές που έχουν ασχοληθεί με τους τύπους αυτών των σκαριών, που ασφαλώς αποτελούν ένα αρκετά σημαντικό, έστω και παράπλευρο, κομμάτι της ναυτικής μας παράδοσης.
Αρκεί να πούμε ότι η εμφάνιση τέτοιων σκαφών χρονικά τοποθετείται στην εποχή της μετεξέλιξης του μονόξυλου σ? ένα ασφαλέστερο μέσο μεταφοράς και επικοινωνίας των κατοίκων των παραλίμνιων και παραποτάμιων περιοχών, για να τους αποδώσουμε την πρέπουσα σημασία, πράγμα άλλωστε που κάνουμε με τα άλλα είδη της μακραίωνης θαλασσινής μας παράδοσης.
Είναι γεγονός πως αυτοί οι πέντε τύποι σκαριών αποτελούν τα μοναδικά υπαρκτά δείγματα λιμναίων σκαφών που εξυπηρετούν ακόμα ειδικές τοπικές ανάγκες. Ακόμα είναι αξιοσημείωτη η αντίσταση που προβάλλουν για λόγους συναισθηματικούς, μια και είναι δεμένα με την τοπική παράδοση - στην εισβολή της τεχνολογίας, που εξαφανίζει με το χρόνο τους παραδοσιακούς τρόπους κατασκευής σκαφών, σε παγκόσμια κλίμακα. Η τεχνολογική πρόοδος, που δεν είναι εύκολο να την αρνηθεί κανείς, συμβάλλει και σ' αυτό το χώρο στον αφανισμό των παραδοσιακών τύπων, με τη δημιουργία νέων και πιο εξελιγμένων από κάθε άποψη.
Πηγή
Οι βάρκες των ελληνικών λιμνών και λιμνοθαλασσών, Γιάννης Παντζόπουλος - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Τεύχος 32 Σεπτέμβριος 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου