Φωτογραφία ενθύμιον. Στη φωτογραφία ο μικρός Δημήτριος Πέτσος. Στην πίσω όψη αναγράφεται επι λέξει: 29/8/55 Δημητράκος Ξενοφ. Πέτσου Χαρισμένη εις τον Νουνό Στέργιον Θ. Αγγελώνια.
Τι είναι ο ανάδοχος; (Νουνός ή Νουνά) πότε εμφανίζεται στη ζωή της Εκκλησίας; και ποιες είναι οι υποχρεώσεις του;
Ανάδοχος είναι το πρόσωπο, άνδρας ή γυναίκα, που στέκεται εγγυητής στην ...
Εκκλησία για την πίστη του βαπτιζομένου και αναλαμβάνει τη φροντίδα μετά το βάπτισμα να τον στερεώνει στην Χριστιανική πίστη.
Ο θεσμός αυτός του αναδόχου εμφανίζεται στη μορφή που γνωρίζουμε για πρώτη φορά τον β΄ αι. Βλέπουμε τα στοιχεία του να υπάρχουν εξ αρχής στη ζωή της Εκκλησίας, όπως μας περιγράφει ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων. Όταν ο Ρωμαίος εκατόνταρχος Κορνήλιος έδειξε την επιθυμία να βαπτιστεί, ο απ. Πέτρος, θεώρησε πολύ βασικό να ρωτήσει τους απεσταλμένους του εκατόνταρχου για το ποιόν του ανθρώπου. Φυσικά όλοι μαζί βεβαίωσαν ότι ήταν δίκαιος, αξιόπιστος, «φοβούμενος τον Θεόν και μαρτυρούμενος από όλον το έθνος των Ιουδαίων» (Πράξ. 10,22).
Ο θεσμός λοιπόν του αναδόχου ξεκινά από μία βασική εκκλησιαστική προϋπόθεση. Ότι ο υποψήφιος πρέπει να είναι εχέγγυος, γνωστός, να έχει δώσει καλή μαρτυρία προς τα έξω, να έχει δηλ. δώσει δείγματα ακεραιότητας και ειλικρινών διαθέσεων για την Χριστιανική πίστη και ζωή, που θα λάβει με το βάπτισμα. Αλλά και η ίδια η πρώτη χριστιανική κοινότητα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον και θετικό προβληματισμό για τους Εθνικούς, με καλές διαθέσεις, που ζητούσαν να ενταχθούν στην νέα πίστη. Αυτό το βλέπουμε καθαρά στις συζητήσεις της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων το 49 μ.Χ. αλλά και στις επιστολές του απ. Παύλου.
Από την περιγραφή που εκθέτει ο Λουκάς στο 10 κεφ. των Πράξεων, βλέπουμε την αναγκαία συλλογή πειστικών αποδείξεων πριν από την Κατήχηση και την Βάπτιση. Εμφανίζεται και εδραιώνεται ο ανάδοχος, που θα καθιερωθεί κατά τον β΄ αι. Όπως δηλ. το καθ'; αυτό τελετουργικό της Εκκλησίας μας, ξεκίνησε με ουσιώδη σπερματική μορφή στις πρώτες Χριστιανικές κοινότητες και κατόπιν απλώθηκε σαν «δένδρον ευσκιόφυλλον», το ίδιο συνέβη και με τον ανάδοχο στο θέμα του βαπτίσματος.
Ο πρώτος που κάνει ειδική αναφορά για ανάδοχο είναι ο Τερτυλλιανός στο έργο του (De baptismo). Ακόμα ο Ιππόλυτος Ρώμης παρουσιάζει με ανεπτυγμένη μορφή τον σημαντικότατο ρόλο του αναδόχου, όπως αυτός υπάρχει στην αποστολική παράδοση που κατέχει.
Αυτός όμως που με απαράμιλλο ύφος περιγράφει τη φυσιογνωμία του αναδόχου και άρα την αναγκαιότητά του για το βάπτισμα, δεν είναι άλλος από τον Ιερό Χρυσόστομο.
Όπως γνωρίζουμε, στην αρχή βαπτίζονταν και σε μεγάλη ηλικία, διότι ώριμοι άνθρωποι γνώριζαν το Χριστό και πίστευαν, αλλά και διότι είχε επικρατήσει μια τάση να αναβάλλουν το βάπτισμα, όσοι πίστευαν στο Χριστό, για το τέλος της ζωής τους.
Το ελατήριο ήταν ότι, επειδή το βάπτισμα, δεν απαλλάσσει μόνο από την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος[*], αλλά και από τις προσωπικές αμαρτίες, ανέβαλλαν το βάπτισμα, ώστε καθαροί να μεταβούν στην άλλη ζωή. Και αυτός ακόμη ο Μ. Κων/νος, που τόση πίστη είχε δείξει στη ζωή του, το βάπτισμά του το ανέβαλε στις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Μαρτυρείται δε, ότι από τη στιγμή της βαπτίσεώς του μέχρι την ημέρα του θανάτου του δεν αποχωρίστηκε τον λευκό χιτώνα του Βαπτίσματος. Την τάση όμως αυτή, το να βαπτίζονται δηλ. μεγάλοι, ακριβώς διότι δεν είναι σωστή, δεν την υιοθέτησε η αγία μας Εκκλησία. Γι' αυτό και πάλι νωρίς εξέλειπε. Φυσικά εξ αρχής υπήρχε και ο νηπιοβαπτισμός. Εφ' όσον δε επικρατούσε στην αρχαία Εκκλησία και το βάπτισμα των ενηλίκων (μέχρι τον δ΄ αι.), οι ανάδοχοι που εξελέγονταν, ήταν του ίδιου φύλου με αυτόν που θα βαπτίζονταν.
Ήδη είπαμε ότι έργο των αναδόχων ήταν κυρίως η εγγύησις απέναντι στην Εκκλησία, για το ηθικό ποιόν του υποψηφίου προς βάπτιση, η παρακολούθησις στην πνευματική γνώση και πρόοδο και η συμπαράστασις κατά την τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος. Για τους σοβαρότατους αυτούς λόγους, ο ανάδοχος όφειλε να είναι όχι μόνο βαπτισμένος Χριστιανός ο ίδιος, αλλά και ζωντανό και συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, να ζει δηλ. συνειδητά τη μυστηριακή και αγωνιστική ζωή του Ευαγγελίου και όχι να είναι μόνο κατ'όνομα Χριστιανός, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε αρκετές των περιπτώσεων.
Μέσα από την Εκκλ. Ιστορία βλέπουμε ότι, κυρίως στη Δύση, μέχρι τον ε΄ αι. ανάδοχοι μπορούσαν να γίνουν και οι ίδιοι οι γονείς του τέκνου που λάμβανε το βάπτισμα. Όμως αυτό απαγορεύθηκε από τις αρχές του θ΄ αι. (Σύνοδος του Mainz 813). Ακόμα, λόγω του ότι ο ανάδοχος θεωρήθηκε ως πνευματικός πατέρας (ή μητέρα) του βαπτιζόμενου, από πολύ νωρίς, εξ'; αιτίας της πνευματικής αυτής συγγένειας, απαγορεύτηκε από την Εκκλησία η τέλεσις γάμου μεταξύ αναδόχου και αναδεκτής και μεταξύ αναδεξαμένης και αναδεκτού. Η Εκκλησία δηλ., που καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα, θεώρησε την κατά πνεύμα συγγένεια δια του βαπτίσματος, μεγαλύτερη και σοβαρότερη και από αυτήν την κατά σάρκα συγγένεια των συνδεδεμένων προσώπων. Η απαγόρευσις αυτή μάλιστα επεκτάθηκε και σε άλλα μέλη της οικογένειας του αναδεκτού ή της αναδεκτής.
Στο Βυζάντιο, η πνευματική αυτή συγγένεια που προέρχεται μέσω του βαπτίσματος, μεταξύ αναδόχου και αναδεκτού ή αναδεκτής με όλες τις απαγορεύσεις και τις ευθύνες που συνεπάγεται, έχει επικυρωθεί και από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 530. Επίσης πολύ χαρακτηριστικός είναι ο νγ΄ κανόνας της εν Τρούλω Συνόδου, ο οποίος κάνει ειδική αναφορά ακριβώς στην πνευματική συγγένεια που προέρχεται δια του βαπτίσματος.
Και μόνο λοιπόν απ' αυτό, από την πνευματική δηλ. συγγένεια που δημιουργείται δια του βαπτίσματος, διαφαίνεται καθαρά πόσο μεγάλο πράγμα είναι το να αναλαμβάνει κανείς τον ρόλο του αναδόχου.
Για τις βαρύτατες ευθύνες του αναδόχου ο Άγ. Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης τονίζει: Εκ των πρώτων πρέπει να αποδειχθεί, ότι απέχει από κάθε «αθεότητα και αγνωσία του όντως καλού», «ώστε ν' αξιωθεί δια της ιεράς αυτού μεσιτείας» και «των θείων τυχείν και Θεού». Να αποδειχθεί δηλ. ότι είναι αδιάβλητος ενώπιον του Θεού και ότι η βιοτή και πολιτεία του είναι ένθεος.
Σήμερα που λόγω της μετακίνησης των πληθυσμών και γενικώς της παγκοσμιοποίησης τα δεδομένα έχουν αλλάξει και ώριμοι πλέον άνθρωποι εντάσσονται καθημερινώς στο σώμα της Εκκλησίας, θα πρέπει και πάλι όσοι αναλαμβάνουν το ρόλο και το διακόνημα του αναδόχου, να μελετήσουν σοβαρά τις προϋποθέσεις και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τις ευθύνες του ρόλου αυτού, και κατόπιν, συνειδητά πλέον, να αποδέχονται την ευθύνη του αναδόχου.
*Σημείωση ΟΟΔΕ: Στην Ορθόδοξη Θεολογία δεν δεχόμαστε πως ο άνθρωπος κληρονομεί κυριολεκτικά την "ενοχή" του Προπατορικού αμαρτήματος, αλλά τις επιπτώσεις του...
Πηγή Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας
Τι είναι ο ανάδοχος; (Νουνός ή Νουνά) πότε εμφανίζεται στη ζωή της Εκκλησίας; και ποιες είναι οι υποχρεώσεις του;
Ανάδοχος είναι το πρόσωπο, άνδρας ή γυναίκα, που στέκεται εγγυητής στην ...
Εκκλησία για την πίστη του βαπτιζομένου και αναλαμβάνει τη φροντίδα μετά το βάπτισμα να τον στερεώνει στην Χριστιανική πίστη.
Ο θεσμός αυτός του αναδόχου εμφανίζεται στη μορφή που γνωρίζουμε για πρώτη φορά τον β΄ αι. Βλέπουμε τα στοιχεία του να υπάρχουν εξ αρχής στη ζωή της Εκκλησίας, όπως μας περιγράφει ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων. Όταν ο Ρωμαίος εκατόνταρχος Κορνήλιος έδειξε την επιθυμία να βαπτιστεί, ο απ. Πέτρος, θεώρησε πολύ βασικό να ρωτήσει τους απεσταλμένους του εκατόνταρχου για το ποιόν του ανθρώπου. Φυσικά όλοι μαζί βεβαίωσαν ότι ήταν δίκαιος, αξιόπιστος, «φοβούμενος τον Θεόν και μαρτυρούμενος από όλον το έθνος των Ιουδαίων» (Πράξ. 10,22).
Ο θεσμός λοιπόν του αναδόχου ξεκινά από μία βασική εκκλησιαστική προϋπόθεση. Ότι ο υποψήφιος πρέπει να είναι εχέγγυος, γνωστός, να έχει δώσει καλή μαρτυρία προς τα έξω, να έχει δηλ. δώσει δείγματα ακεραιότητας και ειλικρινών διαθέσεων για την Χριστιανική πίστη και ζωή, που θα λάβει με το βάπτισμα. Αλλά και η ίδια η πρώτη χριστιανική κοινότητα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον και θετικό προβληματισμό για τους Εθνικούς, με καλές διαθέσεις, που ζητούσαν να ενταχθούν στην νέα πίστη. Αυτό το βλέπουμε καθαρά στις συζητήσεις της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων το 49 μ.Χ. αλλά και στις επιστολές του απ. Παύλου.
Από την περιγραφή που εκθέτει ο Λουκάς στο 10 κεφ. των Πράξεων, βλέπουμε την αναγκαία συλλογή πειστικών αποδείξεων πριν από την Κατήχηση και την Βάπτιση. Εμφανίζεται και εδραιώνεται ο ανάδοχος, που θα καθιερωθεί κατά τον β΄ αι. Όπως δηλ. το καθ'; αυτό τελετουργικό της Εκκλησίας μας, ξεκίνησε με ουσιώδη σπερματική μορφή στις πρώτες Χριστιανικές κοινότητες και κατόπιν απλώθηκε σαν «δένδρον ευσκιόφυλλον», το ίδιο συνέβη και με τον ανάδοχο στο θέμα του βαπτίσματος.
Ο πρώτος που κάνει ειδική αναφορά για ανάδοχο είναι ο Τερτυλλιανός στο έργο του (De baptismo). Ακόμα ο Ιππόλυτος Ρώμης παρουσιάζει με ανεπτυγμένη μορφή τον σημαντικότατο ρόλο του αναδόχου, όπως αυτός υπάρχει στην αποστολική παράδοση που κατέχει.
Αυτός όμως που με απαράμιλλο ύφος περιγράφει τη φυσιογνωμία του αναδόχου και άρα την αναγκαιότητά του για το βάπτισμα, δεν είναι άλλος από τον Ιερό Χρυσόστομο.
Όπως γνωρίζουμε, στην αρχή βαπτίζονταν και σε μεγάλη ηλικία, διότι ώριμοι άνθρωποι γνώριζαν το Χριστό και πίστευαν, αλλά και διότι είχε επικρατήσει μια τάση να αναβάλλουν το βάπτισμα, όσοι πίστευαν στο Χριστό, για το τέλος της ζωής τους.
Το ελατήριο ήταν ότι, επειδή το βάπτισμα, δεν απαλλάσσει μόνο από την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος[*], αλλά και από τις προσωπικές αμαρτίες, ανέβαλλαν το βάπτισμα, ώστε καθαροί να μεταβούν στην άλλη ζωή. Και αυτός ακόμη ο Μ. Κων/νος, που τόση πίστη είχε δείξει στη ζωή του, το βάπτισμά του το ανέβαλε στις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Μαρτυρείται δε, ότι από τη στιγμή της βαπτίσεώς του μέχρι την ημέρα του θανάτου του δεν αποχωρίστηκε τον λευκό χιτώνα του Βαπτίσματος. Την τάση όμως αυτή, το να βαπτίζονται δηλ. μεγάλοι, ακριβώς διότι δεν είναι σωστή, δεν την υιοθέτησε η αγία μας Εκκλησία. Γι' αυτό και πάλι νωρίς εξέλειπε. Φυσικά εξ αρχής υπήρχε και ο νηπιοβαπτισμός. Εφ' όσον δε επικρατούσε στην αρχαία Εκκλησία και το βάπτισμα των ενηλίκων (μέχρι τον δ΄ αι.), οι ανάδοχοι που εξελέγονταν, ήταν του ίδιου φύλου με αυτόν που θα βαπτίζονταν.
Ήδη είπαμε ότι έργο των αναδόχων ήταν κυρίως η εγγύησις απέναντι στην Εκκλησία, για το ηθικό ποιόν του υποψηφίου προς βάπτιση, η παρακολούθησις στην πνευματική γνώση και πρόοδο και η συμπαράστασις κατά την τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος. Για τους σοβαρότατους αυτούς λόγους, ο ανάδοχος όφειλε να είναι όχι μόνο βαπτισμένος Χριστιανός ο ίδιος, αλλά και ζωντανό και συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, να ζει δηλ. συνειδητά τη μυστηριακή και αγωνιστική ζωή του Ευαγγελίου και όχι να είναι μόνο κατ'όνομα Χριστιανός, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε αρκετές των περιπτώσεων.
Μέσα από την Εκκλ. Ιστορία βλέπουμε ότι, κυρίως στη Δύση, μέχρι τον ε΄ αι. ανάδοχοι μπορούσαν να γίνουν και οι ίδιοι οι γονείς του τέκνου που λάμβανε το βάπτισμα. Όμως αυτό απαγορεύθηκε από τις αρχές του θ΄ αι. (Σύνοδος του Mainz 813). Ακόμα, λόγω του ότι ο ανάδοχος θεωρήθηκε ως πνευματικός πατέρας (ή μητέρα) του βαπτιζόμενου, από πολύ νωρίς, εξ'; αιτίας της πνευματικής αυτής συγγένειας, απαγορεύτηκε από την Εκκλησία η τέλεσις γάμου μεταξύ αναδόχου και αναδεκτής και μεταξύ αναδεξαμένης και αναδεκτού. Η Εκκλησία δηλ., που καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα, θεώρησε την κατά πνεύμα συγγένεια δια του βαπτίσματος, μεγαλύτερη και σοβαρότερη και από αυτήν την κατά σάρκα συγγένεια των συνδεδεμένων προσώπων. Η απαγόρευσις αυτή μάλιστα επεκτάθηκε και σε άλλα μέλη της οικογένειας του αναδεκτού ή της αναδεκτής.
Στο Βυζάντιο, η πνευματική αυτή συγγένεια που προέρχεται μέσω του βαπτίσματος, μεταξύ αναδόχου και αναδεκτού ή αναδεκτής με όλες τις απαγορεύσεις και τις ευθύνες που συνεπάγεται, έχει επικυρωθεί και από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 530. Επίσης πολύ χαρακτηριστικός είναι ο νγ΄ κανόνας της εν Τρούλω Συνόδου, ο οποίος κάνει ειδική αναφορά ακριβώς στην πνευματική συγγένεια που προέρχεται δια του βαπτίσματος.
Και μόνο λοιπόν απ' αυτό, από την πνευματική δηλ. συγγένεια που δημιουργείται δια του βαπτίσματος, διαφαίνεται καθαρά πόσο μεγάλο πράγμα είναι το να αναλαμβάνει κανείς τον ρόλο του αναδόχου.
Για τις βαρύτατες ευθύνες του αναδόχου ο Άγ. Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης τονίζει: Εκ των πρώτων πρέπει να αποδειχθεί, ότι απέχει από κάθε «αθεότητα και αγνωσία του όντως καλού», «ώστε ν' αξιωθεί δια της ιεράς αυτού μεσιτείας» και «των θείων τυχείν και Θεού». Να αποδειχθεί δηλ. ότι είναι αδιάβλητος ενώπιον του Θεού και ότι η βιοτή και πολιτεία του είναι ένθεος.
Σήμερα που λόγω της μετακίνησης των πληθυσμών και γενικώς της παγκοσμιοποίησης τα δεδομένα έχουν αλλάξει και ώριμοι πλέον άνθρωποι εντάσσονται καθημερινώς στο σώμα της Εκκλησίας, θα πρέπει και πάλι όσοι αναλαμβάνουν το ρόλο και το διακόνημα του αναδόχου, να μελετήσουν σοβαρά τις προϋποθέσεις και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τις ευθύνες του ρόλου αυτού, και κατόπιν, συνειδητά πλέον, να αποδέχονται την ευθύνη του αναδόχου.
*Σημείωση ΟΟΔΕ: Στην Ορθόδοξη Θεολογία δεν δεχόμαστε πως ο άνθρωπος κληρονομεί κυριολεκτικά την "ενοχή" του Προπατορικού αμαρτήματος, αλλά τις επιπτώσεις του...
Πηγή Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου