Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

12 Οκτωβρίου 1944, η απελευθέρωση των Αθηνών...

...είναι γεγονός όταν αποχωρούν και οι τελευταίες γερμανικές δυνάμεις Κατοχής.
"Η εποχή μας ανήκει βεβαίως εις άλλον αιώνα, έχει όμως πολλάς ομοιότητας με την εποχήν τού 21. Και σήμερον, όπως και τότε, ΕΞΕΡΧΟΜΕΘΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΠΛΗΡΕΙΣ ΑΠΟ ΔΟΞΑΝ, ΕΡΕΙΠΙΑ ΚΑΙ ΔΙΧΟΝΟΙΑΣ. Γνωρίζομεν,
που ωδήγησε τότε η διαίρεσις και ωφείλαμεν να εμπνευσθώμεν από το παράδειγμα, διά να το αποφύγωμεν..."
Γεώργιος Παπανδρέου (πρεσβύτερου) 18/10/1944


Οι Γερμανοί πριν την αποχώρησή τους κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη... Το αίμα όμως και η μνήμη των νεκρών του Κομμένου, της Βιάννου, της Κανδάνου, του Χορτιάτη, της Παραμυθιάς, του Διστόμου, των Καλαβρύτων, της Καισαριανής, του Χαϊδαρίου, του Αιγάλεω και όλων των υπόλοιπων μαρτυρικών περιοχών της πατρίδας μας, θα στέκουν για πάντα ως αδιάψευστοι μάρτυρες της θηριωδίας του Γ' Ράιχ και των ντόπιων συνεργατών τους.

67 χρόνια μετά...τι;
*"Διακρατική ομάδα συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Γερμανία θα συσταθεί τις επόμενες ημέρες, με σκοπό να παρασχεθεί τεχνική βοήθεια στη χώρα μας σε διάφορους τομείς όπως η φορολογία, το κτηματολόγιο, η τοπική αυτοδιοίκηση, η ενέργεια κ.ά. Η κυβέρνηση ευελπιστεί σε μια στρατηγική συνεργασία με τη Γερμανία ώστε να λυθούν τυχόν παρεξηγήσεις και να πάψουν οι βιτριολικές επιθέσεις κατά της Ελλάδας. Η ιδέα για τη δημιουργία της ομάδας συνεργασίας έπεσε στο δείπνο που είχε στο Βερολίνο ο Πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου (junior) με την Καγκελάριο κυρία Άνγκελα Μέρκελ και μάλιστα σύμφωνα με ελληνικές πηγές οι Γερμανοί συνδαιτυμόνες επέμειναν πολύ για την δημιουργία αυτής της ομάδας συνεργασίας, η οποία όπως είπαν θα μπορούσε να λειτουργεί παράλληλα με την task force του κ. Χορστ Ράιχενμπαχ. «Φέρτε μας μια λίστα με τα θέματα που σας ενδιαφέρουν και εμείς θα σας στείλουμε ειδικούς», είπαν."
*Το Βήμα, Ερχονται Γερμανοί για την αναδιοργάνωση του κράτους, Δήμητρα Κρουστάλλη-30/9/2011 

Οι Γερμανοί ξανάρχονται;

Γι' αυτό και θα παρουσιάσουμε ένα απόσπασμα (και γερμανιστί) από το βιβλίο: «ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ» - «SCHWARZBUCHES DER BESATZUNG».
Συγκεκριμένα την Ομιλία του καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πειραιά Αθανασίου Καλαφάτη, "Η οικονομική καταστροφή της Ελλάδας και οι νόμιμες απαιτήσεις επανορθώσεων". 

Β´ έκδοση συμπληρωμένη και διορθωμένη Zweite ergänzte und korrigierte Ausgabe
Η β´ έκδοση της «ΜΑΥΡΗΣ ΒΙΒΛΟΥ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ» έγινε με την οικονομική στήριξη της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθήνας Die 2. Ausgabe des «SCHWARZBUCHES DER BESATZUNG» wurde durch die ökonomische Unterstützung der Selbstverwaltung der Präfektur Athen vollbracht.
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ Β´ ΕΚΔΟΣΗΣ: Μανώλης Γλέζος VERANTWORTLICH FÜR DIE 2. AUSGABE: Manolis Glesos
Copyright © Αθήνα 2006, Εθνικό Συμβούλιο για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα Athen 2006, Nationalrat für die Entschädigungsforderungen Griechenlands an Deutschland. 

Η οικονομική καταστροφή της Ελλάδας και οι νόμιμες απαιτήσεις επανορθώσεων
Ομιλία του καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πειραιά Αθανασίου Καλαφάτη 
Ι. Η Δημιουργία του Κατοχικού Δανείου
Η εισβολή του Γερμανικού Στρατού στην Ελλάδα σημαίνει και την «εισβολή στην Ελληνική Οικονομία». Η κάλυψη των αναγκών συντήρησης των γερμανικών στρατευμάτων και των πολεμικών επιχειρήσεων επιχειρείται, σε μια πρώτη φάση, να καλυφθούν με την έκδοση χαρτονομίσματος των ιταλικών και γερμανικών Αρχών Κατοχής, που ανταλλάσσονται με ελληνικές δραχμές. Η πρακτική αυτή θα ισχύσει ως τις 18 Ιουλίου 1941, οπότε θα επέλθει συμφωνία μεταξύ των δυνάμεων κατοχής και της κατοχικής ελληνικής κυβέρνησης. Με τη συμφωνία αυτή η κάλυψη των αναγκών των Αρχών Κατοχής θα αντιμετωπίζεται με προκαταβολές σε δραχμές, που θα εκδίδονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, το δε ποσόν εξαγοράς θα θεωρείται ως επιστροφή και μείωση του χρέους από τις Αρχές Κατοχής.

Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής ορίστηκε όπως το Ελληνικό Κράτος καταβάλει στο Στρατό Κατοχής 3 δισεκατομμύρια το μήνα για τις δαπάνες Κατοχής. Τα ποσά που τελικά καταβλήθηκαν από τον Αύγουστο του 1941 ως το τέλος Δεκεμβρίου του ιδίου έτους ήταν κατά πολύ μεγαλύτερα από ό,τι όριζε η σχετική συμφωνία. Σύμφωνα με τον καθηγητή Π. Δερτιλή, στο διάστημα αυτό καταβλήθηκαν από την Τράπεζα Ελλάδος 20 δισεκατομμύρια δραχμές, χωρίς να υπολογισθούν οι δαπάνες των Αρχών Κατοχής που καλύπτονταν από τον ελληνικό προϋπολογισμό. Και αυτή η υπέρβαση ενός ποσού υψηλά καθοριζόμενου από τη συμφωνία, λάμβανε χώρα όταν η Ελληνική Οικονομία αδυνατούσε να καταβάλει ένα ποσό ανώτερο από 200 εκατομμύρια το μήνα και όταν, επιπλέον, τα έσοδα του τρέχοντος προϋπολογισμού, δηλαδή του έτους 1941/42 δεν υπερέβαιναν τα 12 δισεκατομμύρια, 9 από τα οποία θα κάλυπταν τις πληρωμές των δημοσίων υπαλλήλων.

Άλλωστε η Ελληνική Οικονομία είχε ήδη υποστεί τις αρνητικές συνέπειες του πολέμου και των πρώτων μηνών της Κατοχής. Το 1941 το εθνικό εισόδημα υπολογίζονταν σε 25 δισεκατομμύρια πραγματικές δραχμές προπολεμικές, όταν το 1939 είχε φθάσει τα 60 δισεκατομμύρια. Αυτή η επαχθής επιβάρυνση της Ελληνικής Οικονομίας, με τους φοβερούς κοινωνικούς αντικτύπους της, θα ωθήσει την κατοχική ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει την παρέμβαση του Γ´ Ράιχ. Όμως τα αιτήματα αυτά δεν βρίσκουν ανταπόκριση και οι προκαταβολές αυξάνονται, με συνέπεια να αυξάνεται παραπέρα ο πληθωρισμός.

Τελικά, η ολοένα και μεγαλύτερη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης –και, κατ’ επέκταση, της κοινωνικής– θα οδηγήσει στη συμφωνία της 14ης Μαρτίου 1942.

Η συμφωνία αυτή έγινε στη Ρώμη και την υπέγραψαν οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας. Τη λύση για την άρση του αδιεξόδου πρότεινε ο Ιταλός τραπεζίτης και οικονομικός πληρεξούσιος της Ιταλίας στην Ελλάδα Ντ’ Αγκοστίνι. Με βάση τη συμφωνία αυτή, οι κατά μήνα αναλήψεις που θα υπερβαίνουν το όριο του 1,5 δισεκατομμυρίου δραχμών, που αντιπροσωπεύουν τα έξοδο Κατοχής, θα χρεώνονταν στην Ελλάδα ως δάνειο προς τη Γερμανία και την Ιταλία.

ΙΙ. Πολιτική οικονομικού σφετερισμού και επιπτώσεις 
Ο σκοπός των καθεστώτων κατοχής συνίστατο στην οικονομική πολιτική της «απόσπασης». Έτσι, βασική αρχή στην οποία προχώρησε η οικονομική διαχείριση των κατακτητών ήταν η μεγαλύτερη δυνατή οικειοποίηση και χρήση των αναγκαίων πόρων από την Ελλάδα.

Η πολιτική αυτή οδηγεί στην επίταξη και κατάσχεση των αποθεμάτων και των παραγωγικών μέσων της χώρας. Για την πραγματοποίηση των τελευταίων, απαιτούνται μέτρα και μέθοδοι που θα συμβάλλουν στην απόσπαση των κρυμμένων αποθεμάτων, στη σύλληψη της νέας παραγωγής και στην κινητοποίηση της εργασίας. Η επίτευξη των δύο πρώτων στόχων απαιτεί συνεργασία με τον κατακτητή, που γίνεται δυνατή κάτω από την παροχή χρηματικών αμοιβών. Έτσι, στην αρχή της κατοχής, οι κατακτητές κάνουν χρήση μεγάλης ποσότητας χρήματος για να διευκολύνουν τους συνεργάτες τους και να παρακάμψουν τις δυσκολίες της επίταξης, αγοράζοντας τα αναγκαία αγαθά με το εκδιδόμενο από αυτούς χαρτονόμισμα.

Με τη συμφωνία της 14ης Μαρτίου 1942, θεσμοποιείται παραπέρα αυτός ο τρόπος απόσπασης αγαθών και παραγωγικών πόρων. Οι ολοένα μεγαλύτερες αντιστάσεις στην επίταξη –αντιστάσεις που συνδέονται με την ενδυνάμωση του αντιστασιακού κινήματος– και οι επαυξανόμενες ανάγκες των γερμανικών επιχειρήσεων ωθούν σε επέκταση των δαπανών κατοχής και των πιστώσεων. Τον Δεκέμβριο του 1942 οι ετήσιες συνολικές δαπάνες κατοχής και πιστώσεις, ανερχόμενες σε 150.000 δισ. δραχμές, θα έχουν επταπλασιαστεί, σε σχέση με τις συνολικές δαπάνες του έτους 1941• τον Δεκέμβρη του 1943 θα έχουν δεκαπενταπλασιαστεί, ανερχόμενες σε 310.000 δισ. δραχμές και τον Σεπτέμβριο του 1944 θα έχουν εξηνταπλασιαστεί –πάντα σε σχέση με το σύνολο του 1941– ανερχόμενες σε 1.130.000 δισ. δραχμές.

Οι δαπάνες αυτές καλύπτονται από νέας κοπής χρήμα και σ’ αυτές προστίθενται και οι δαπάνες του Ελληνικού κράτους, προκαλώντας έτσι μεγάλη επιβάρυνση της νομισματικής κυκλοφορίας πάνω στις τιμές. Η αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας συνεπάγεται έτσι υποτίμηση της δραχμής που, με τη σειρά της, επιδρά στην κατανομή του εισοδήματος και θίγει πρώτιστα τους μισθωτούς και τους εργάτες. Την ίδια στιγμή η απόκρυψη των αγαθών και ο έλεγχος οδηγούν στη μαύρη αγορά, μέσα και γύρω από την οποία νέα κοινωνικά στρώματα αναδεικνύονται και άλλα υποχωρούν, καθώς αγοραστές σ’ αυτή την αγορά είναι οι συνεργάτες των κατακτητών και οι αγοραστές τροφίμων, που ρευστοποιούν τις περιουσίες τους.

ΙΙΙ. Οι υπολογισμοί του Κατοχικού Δανείου
Από την επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας διακρίνουμε τους υπολογισμούς, που έχουν γίνει από τους καθηγητές Π. Δερτιλή, Α. Αγγελόπουλο, Τράπεζα της Ελλάδος και Σπύρο Χατζηκυριάκο, υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στα χρόνια της Κατοχής.
Το 1964 ο Σπύρος Χατζηκυριάκος θα υπολογίσει, με τη βοήθεια γερμανικών στοιχείων, τις προκαταβολές λίγους μήνες πριν από το τέλος του πολέμου σε 38 εκατομμύρια λίρες. Κατά τον Α. Αγγελόπουλο, το ποσό αυτό θα ανέλθει στο τέλος του πολέμου σε 45 εκατομμύρια λίρες ή 4.050 εκατομμύρια δολάρια, από τα οποία 3.500 εκατομμύρια αφορούν προκαταβολές προς τη Γερμανία. Το ποσό αυτό, ανατοκιζόμενο με 3%, απέδιδε το 1991, σύμφωνα πάντα με τον Α. Αγγελόπουλο, το ποσό των 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το ποσό αυτό γίνεται δεκτό και από νεότερους ερευνητές.

Κατά μια άλλη πρόσφατη εκτίμηση, το ποσό του Κατοχικού δανείου σε σημερινές τιμές είναι 18 δισεκατομμύρια δολάρια.

IV. Οι υπολογισμοί των Πολεμικών Επανορθώσεων 
Οι πολεμικές επανορθώσεις, σύμφωνα με τον καθηγητή Α. Αγγελόπουλο, αφορούν τις καταστροφές (ζημιές) που προξένησε ο κατακτητής στον υλικό και τεχνικό πλούτο και το γενικότερο οπλισμό της χώρας. Άλλοι μελετητές ενσωματώνουν στο ποσό αυτό ό,τι αφαίρεσε και λήστευσε από τον εθνικό πλούτο ο κατακτητής. Μερικοί ακόμη υπολογίζουν τις ζημιές στο έμψυχο εθνικό κεφάλαιο και στο εθνικό εισόδημα, όπως και τις ζημιές από την καθυστέρηση των αποζημιώσεων, ενώ σε ορισμένες εκτιμήσεις συμπεριλαμβάνονται μόνο οι θετικές ζημιές και σ’ άλλες υπολογίζονται και οι μελλοντικές συνέπειες από τις ζημιές.

Εκτιμήσεις συστηματικές για το σύνολο των ζημιών αυτών δεν έχουμε. Από την επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας έχουμε τους παρακάτω υπολογισμούς, που άλλοι αναφέρονται στο σύνολο των απαιτήσεων και άλλοι στην περίοδο της Κατοχής.
Οι υπολογισμοί του Α. Μπακάλμπαση, το 1945 
Οι εκτιμήσεις αυτές αναφέρονται σε όλες τις πολεμικές ζημιές (υλικός εθνικός πλούτος, έμψυχο εθνικό κεφάλαιο, μειώσεις εθνικού εισοδήματος, καθυστέρηση επανορθώσεων) για την περίοδο της Κατοχής και ανεβάζουν το συνολικό ποσό των ζημιών σε 1.138 εκατομμύρια χρυσές λίρες Αγγλίας σε προπολεμική αγοραστική δύναμη.
Εκτιμήσεις της Ελληνικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων το 1944 για την περίοδο της Κατοχής
Πρόκειται για πρόχειρη εκτίμηση, που υπολογίζει τις συνολικές ζημιές σε 1 δισεκατομμύρια χρυσές λίρες.
Υπολογισμός του Α. Αγγελόπουλου, το 1946
Οι εκτιμήσεις αυτές υπολογίζονται μόνο στον υλικό πλούτο και σε ζημιές θετικές για την περίοδο της Κατοχής. Οι ζημιές αυτές διακρίνονται α) σε ζημιές τεχνικού πλούτου, β) σε ζημιές γεωργικού πλούτου και γ) σε ζημιές έργων και μέσων ασφαλείας της χώρας. Το σύνολο των ζημιών, σύμφωνα με αυτούς τους υπολογισμούς, ανέρχεται σε 3.172 εκατομμύρια δολάρια.
Εκτίμηση-δήλωση του Α. Σμπαρούνη το 1946 στο Παρίσι: Σύμφωνα με αυτήν, οι συνολικές επανορθώσεις ανέρχονται σε 12 δισεκατομμύρια αγοραστικής αξίας 1938.
◗ Πέρα από τους υπολογισμούς, η «Διασυμμαχική Επιτροπή», η οποία συνήλθε στο Παρίσι στις 14 Ιανουαρίου 1946 για το διακανονισμό των γερμανικών επανορθώσεων, αναγνωρίζει ως οφειλή της Γερμανίας προς την Ελλάδα το ποσό των 7,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ αγοραστικής αξίας 1938.
Νεότεροι υπολογισμοί: Με βάση τις προηγούμενες εκτιμήσεις και με πρόσθετα στοιχεία, άλλοι ερευνητές υπολογίζουν τις επανορθώσεις και μόνο για τις θετικές ζημιές σε 8,21 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ αγοραστικής αξίας 1938, που, ανατοκιζόμενα με 3%, ανέρχονται σήμερα σε 40 δισεκατομμύρια δολάρια.
Άλλος υπολογισμός: Σε νεότερες προσεγγίσεις, που επιχειρούνται στο βιβλίο του Μ. Κωστόπουλου Ένας πόλεμος που δεν έληξε ακόμη, παρουσιάζονται νέα στοιχεία, που δείχνουν ότι το 1944 οι ζημιές υπερβαίνουν το αναφερόμενο προηγούμενο των 8,21 δισ. δολαρίων σε τιμές 1938 και φθάνουν σήμερα τα 61 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σήμερα οι ελληνικές απαιτήσεις για πολεμικές επανορθώσεις περιλαμβάνουν πέντε κατηγορίες: α) Απαιτήσεις Α´ Παγκοσμίου πολέμου, β) Απαιτήσεις περιόδου ουδετερότητας, γ) Απαιτήσεις για καταστροφές Β´ Παγκοσμίου πολέμου, δ) Επιστροφή αρχαιολογικού Θησαυρού και ε) Λοιπές απαιτήσεις. Στις λοιπές απαιτήσεις περιλαμβάνονται και αποζημιώσεις για τα θύματα της ναζιστικής τραγωδίας. Σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών, για την περίοδο του Α´ Παγκοσμίου πολέμου, οι απαιτήσεις είναι 260 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, για την περίοδο ουδετερότητας 153 εκατομμύρια δολάρια, για την περίοδο του Β´ Παγκοσμίου πολέμου, 7,1 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ 1946.

V. Συμπεράσματα
Από τη συνοπτική αυτή ανάλυση διαπιστώνονται τα ακόλουθα: Το Κατοχικό δάνειο, με τη μορφή των προκαταβολών της Τράπεζας της Ελλάδος στις Αρχές Κατοχής, έχει συμβάλει αποφασιστικά στη νομισματική αποσταθεροποίηση της χώρας, που δεν μπόρεσε να ξεπερασθεί με τη νομισματική διαρρύθμιση της 11ης Νοεμβρίου 1944, και έχει συντελέσει στην επαύξηση των θυμάτων του πολέμου και της πείνας. Ταυτόχρονα, μέσω του πολεμικού υπερπληθωρισμού –κυρίως την περίοδο 1943-1944– αναδείχθηκε ένα ιδιαίτερο κοινωνικό στρώμα, «οι πλουτίσαντες από τον πληθωρισμό», στρώμα που επέβαλε αρνητικούς κανόνες οικονομικής συμπεριφοράς και κληροδότησε σημαντικές καθυστερήσεις και αγκυλώσεις στην ελληνική κοινωνία.
Η μορφή οικονομικού σφετερισμού, που επέβαλαν οι γερμανικές Αρχές Κατοχής, αποτέλεσε πλαίσιο εντός του οποίου έγινε η καταλήστευση του εθνικού πλούτου και οδήγησε στο Κατοχικό δάνειο. Αυτή η πολιτική δεν έχει προηγούμενο στη φιλολογία των κατεχομένων οικονομιών, είναι έξω από τα ισχύοντα διεθνή νόμιμα και επιστρέφει την ανθρωπότητα στα συμβαίνοντα ακόμη και πριν από τους ναπολεόντειους πολέμους. Οι πολεμικές επανορθώσεις διαχωρίζονται τελείως από το Κατοχικό δάνειο. Για τις μεθοδεύσεις και τα πρακτικά μέτρα, τα αναγκαία για τις διεκδικήσεις των ελληνικών αιτημάτων, υπάρχουν σήμερα αποτιμήσεις των συνολικών αποζημιώσεων, που μπορεί να αποτελέσουν μια πρώτη βάση, συμπληρωμένες με νέες εκτιμήσεις.
 Λίγο πριν την εκτέλεση των κατοίκων του Κοντομαρίου Χανίων (2/6/1941), αναρωτιέται ο γερο-Κρητικός:
" τσαί ήντα θα καταφέρετε μωρέ που θα μας αποσκοτώσετε; θα μας τρομάξετε θαρρείτε;;"

Τελειώνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω τα παρακάτω: Το αίτημα για την επιστροφή του Κατοχικού δανείου και της καταβολής των πολεμικών επανορθώσεων, εδραζόμενο στην πάγια αρχή του διεθνούς δικαίου ότι «επιβάλλεται στην εισβάλουσα χώρα Κατοχής, που προκαλεί ζημιές, να τις επανορθώσει», μπορεί να τύχει μιας καθολικής αποδοχής από τους ανθρώπους καλής θέλησης, σ’ όλο τον κόσμο και μέσα στην ίδια τη Γερμανία, αποτελώντας μια ηθική δικαίωση στον αγώνα για το σεβασμό των δικαιωμάτων των μικρών λαών. Η ικανοποίηση αυτού του αιτήματος αποτελεί ακόμη ένα φόρο τιμής για τους Έλληνες πολίτες που θυσιάστηκαν στο Β´ Παγκόσμιο πόλεμο. 

Deutsche Übersetzung  
Die Wirtschaftliche Katastrophe Griechenlands und die rechtlichen Ansprüche auf Reparationen

Rede des Professors für Wirtschaftsgeschichte an der Universität Piräus Athanassios Kalafatis

I. Die Entstehung der Besatzungsanleihe
Der Überfall der deutschen Wehrmacht auf Griechenland bedeutete auch den «Überfall auf die griechische Wirtschaft». Die Deckung der Unterhaltungskosten der deutschen Militärstreitkräfte erfolgte in der ersten Phase durch den Druck von Papiergeld seitens der italienischen und deutschen Besatzungsbehörden, die in griechischen Drachmen umgewechselt wurden. Diese Handhabe wurde bis zum 18. Juli 1941 durchgeführt. Danach kam es zu einem Abkommen zwischen den Besatzungstruppen und der griechischen Regierung der Besatzungszeit. Nach dieser Vereinbarung wurden die notwendigen Bedürfnisse der Besatzungsmächte durch Vorauszahlungen von Drachmen seitens der Bank von Griechenland befriedigt: Die Kaufsumme galt als Rückzahlung und Reduzierung der Schulden der Besatzungsmächte.

In Ausführung dieses Abkommens wurde bestimmt, dass der griechische Staat 3 Mrd. Drachmen pro Monat der Besatzungsmacht als Besatzungskosten zu zahlen hätte. Die Beträge, die schließlich von August 1941 bis Ende des gleichen Jahres bezahlt wurden, waren bedeutend höher als diejenigen, die der diesbezügliche Vertrag festgesetzt hatte. Laut Professor P. Dertilis wurden während dieses Zeitraums 20 Mrd. Drachmen von der Bank von Griechenland bezahlt, ohne diejenigen Ausgaben der Besatzungsmächte zu berücksichtigen, die vom griechischen Staatshaushalt gedeckt wurden. Und diese Überschreitung des Betrages, der bereits durch das Abkommen hoch festgesetzt worden war, wurde vollzogen, als die griechische Wirtschaft nicht in der Lage war, mehr als 200 Mio. Drachmen im Monat zu leisten und als darüber hinaus die Einnahmen des Staatshaushalts des Jahres 1941/42 12 Mrd. Drachmen für die Gehälter der Beamten bestimmt waren.

Außerdem hatte die griechische Wirtschaft bereits die negativen Folgen des Krieges und der ersten Monate der Besatzung zu spüren bekommen. Im Jahre 1941 wurde das Nationaleinkommen auf 25 Mrd. reale Drachmen des Vorkriegsjahres geschätzt, während im Jahre 1939 60 Mrd. Drachmen betrug. Diese schwere Belastung der griechischen Wirtschaft mit ihren schrecklichen sozialen Rückwirkungen brachte die griechische Regierung der Besatzungszeit dazu, ein Einlenken des 3. Reiches zu erbitten. Diesem Verlangen wurde jedoch nicht stattgegeben und die Vorauszahlungen stiegen weiter, mit dem Ergebnis, dass die Inflation weiter anstieg. Schließlich führte die sich immer mehr verschlechternde wirtschaftliche und soziale Lage zum Abkommen vom 14. März 1942.

Dieses Abkommen wurde in Rom von den Regierungen Deutschlands und Italiens unterzeichnet. Den Weg aus dieser Sackgasse fand der Bankier und Wirtschaftsbevollmächtigte Italiens in Griechenland D’ Agostino. Auf Grund des neuen Abkommens wurden Auszahlungen, die 1.5 Mrd. Drachmen pro Monat überstiegen und Besatzungskosten darstellten, Griechenland als Anleihe an Deutschland und Italien in Rechnung gestellt.

Da die griechische Regierung nicht hinzugezogen wurde war Griechenland bei diesen Verhandlungen nicht vertreten.

II. Politik der widerrechtlichen wirtschaftlichen
Besitzergreifung und deren Auswirkungen So bestand das Grundprinzip der wirtschaftlichen Verwaltung der Besatzer in der effektivsten Eintreibung und dem Gebrauch der erforderlichen Geldmittel aus Griechenland. Diese Politik führte zur Beschlagnahme und Requisition der Reserven und Produktionsmittel des Landes. Zur Realisierung der letzteren waren Mittel und Methoden erforderlich, die zur Einziehung der versteckten Lagerbestände, zur Aufnahme neuer Produktion und zur Mobilisierung der Arbeitskräfte beitrugen. Die Verwirklichung der ersteren beiden Ziele erforderte die Zusammenarbeit mit den Besetzten, die durch Geldzahlungen ermöglicht wurde. So machten die Eroberer zur Beginn der Besatzung Gebrauch von großen Geldmitteln, um ihre Mitarbeiter zu unterstützen und um die Schwierigkeiten der Beschlagnahme zu umgehen, indem sie die notwendigen Güter mit dem von ihnen gedruckten Papiergeld kauften.

Mit dem Abkommen vom 14. März 1942 wurde diese Art der Abziehung von Gütern und Produktionsmitteln zur ständigen Institution. Der immer größer werdende Widerstand gegen die Requirierung, ein Widerstand, der mit der Verstärkung der Widerstandsbewegung und dem steigendem Bedarf der deut- schen Unternehmungen zusammenhing, führten zu einer Erhöhung der Besatzungskosten und der Kredite. Im Dezember 1942 beliefen sich die jährlichen Besatzungskosten und Kredite auf 150.000 Mrd. Drachmen. Das bedeutete eine siebenfache Steigerung im Verhältnis zu den Gesamtausgaben des Jahres 1941. Im Dezember 1942/43 waren sie auf das fünfzehnfache gestiegen, nämlich auf 310.000 Mrd. Drachmen und im September 1944 war eine sechzigfache Steigerung auf 1.130.000 Mrd. Drachmen zu verzeichnen, stets im Verhältnis zu den Gesamtkosten des Jahres 1941. Diese Ausgaben wurden durch den Druck neuen Geldes gedeckt. Dazu kamen noch die Ausgaben des Staates, was eine große Belastung des Geldumlaufs auf die Preise bewirkte. Die Erhöhung des Geldumlaufs hat eine Abwertung der Drachme zur Folge, welche sich ihrerseits wiederum auf die Einkommensverteilung auswirkte und so in erster Linie die Lohnabhängigen und Arbeiter berührte. Im gleichen Augenblick führte das Verstecken von Gütern und ihrer Kontrolle zur Entstehung eines schwarzen Marktes, in dem und um den sich neue soziale Schichten bildeten bzw. andere verschwanden, da die Käufer auf diesem Markt einerseits Kollaborateure der Besatzer waren, andererseits Käufer von Nahrungsmitteln, welche ihr Vermögen verflüssigen wollten.

III. Die Berechnung der Besatzungsanleihe
Durch eine Übersicht der entsprechenden Bibliographie gelangen wir zu den Berechnungen, die von den Professoren P. Dertilis und A. Angelopoulos, der Bank von Griechenland und Spyros Hatzikyriakos, dem Vizegouverneur der Bank von Griechenland, während der Besatzungszeit vorgenommen wurde.1964 schätzte Spyros Hatzikyriakos mit Hilfe deutscher Daten die Höhe der Vorauszahlungen bis wenige Wochen vor Kriegsende, auf 38 Mio. Lira. Laut A. Angelopoulos erhöhte sich dieser Betrag bei Kriegsende auf 45 Mio. Lira oder 4.050 Mio. USD, von denen 3.500 Mio. USD auf Vorauszahlungen an Deutschland beruhten. Mit einem Zinssatz von 3% ergäbe dieser Betrag - nach A. Angelopoulos - die Summe von 13 Mrd. USD. Dieser Betrag wurde von Forschern auch später bestätigt. Nach einer anderen kürzlich erfolgten Schätzung beläuft sich die Summe der Besatzungsanleihe zu heutigen Preisen, auf 18 Mrd. USD.

IV. Die Berechnung der Kriegsreparationen
Nach Prof. A. Angelopoulos betreffen die Kriegsreparationen, die Schäden, welche der Besatzer dem materiellen und technischen Reichtum und allgemein der Infrastruktur des Landes zugefügt hatten. Andere Gutachter schließen in diesen Betrag all das ein, was der Besatzer dem nationalen Reichtum geraubt oder um was er diesen vermindert hat. Einige andere berechnen auch die Schäden am Humankapital, am Nationaleinkommen und die Schäden aus der Verzögerung der Entschädigungsleistungen. Einige Schätzungen berücksichtigen nur die positiven Schäden während andere Stellen auch die zukünftigen Folgen der entstandenen Schäden in Rechnung.
Systematische Schätzungen der Gesamthöhe de Schäden liegen nicht vor. Aus einer Übersicht der entsprechenden Bibliographie haben wir die nachstehenden Berechnungen, von denen einige die Gesamtsumme der Forderungen betreffen und andere wieder um nur die Forderungen der Besatzungszeit, berücksichtigen. ◗ Die Berechnungen von Bakalbassi aus dem Jahr 1945
Diese Schätzungen beziehen sich auf alle Kriegsschäden (materielles Nationalvermögen, nationales Humankapital, Verminderung des Nationaleinkommens, Verzögerung der Kriegsreparationen) für die Zeit der Besatzung und erhöhen die Gesamtsumme der Schäden auf 1.138 Mio. Gold Lira (England) zur Vorkriegskaufkraft.
◗ Schätzungen der griechischen Dienststelle für öffentliche Arbeiten im Jahre 1944 für die Besatzungszeit: Es handelt sich um eine vorläufige Schätzung, welche die Gesamtschäden auf 1 Milliarde Gold- Lira beziffert.
◗ Berechnung des A. Angelopoulos (1946): Diese Schätzungen berücksichtigen nur die Schäden der Besatzungszeit, sowie die Schäden in Bezug auf den materiellen Reichtum,
Diese Schäden setzen sich wie folgt zusammen: a) Schäden an technischem Reichtum. b) Schäden an landwirtschaftlichem Reichtum. c) Schäden an öffentlichen und Sicherheitseinrichtungen des Landes. Die Gesamthöhe der Schäden beläuft sich nach diesen Schätzungen auf 3.172 Millionen USD.
◗ Schätzungserklärung von A. Sbarounis aus dem Jahr 1946 in Paris: Dieser Schätzung zufolge beträgt der Gesamtwert der Reparationen 12 Milliarden USD (Kaufkraft 1938).
◗ Über diese Berechnungen hinaus, hat das «Alliiertenkomitee» auf seiner Tagung in Paris am 14. Januar 1946 zur Regelung der deutschen Reparationen anerkannt, dass Deutschland Griechenland die Summe von 7,1 Milliarden US - $ (Kaufkraft 1938) schuldet.
◗ Neue Berechnungen: Aufgrund der vorherigen Schätzungen und unter Berücksichtigung zusätzlicher Daten anderer Forscher, werden die Reparationen nur für die positiven Schäden mit 8,21 Milliarden USD (Kaufkraft 1938) angegeben. Dieser Betrag beläuft sich heute bei einer Verzinsung von 3% auf 40 Mrd., USD.
◗ Andere Berechnungen: In seinem Buch «Ein Krieg, der noch nicht zu Ende ist» führt M. Kostopoulos neue Daten an, welche zeigen, dass die oben genannten Schäden den Wert von 8,21 Mrd. USD übersteigen und auf 14,4 Mrd. USD kommen (Kaufkraft 1938) bzw. auf heutige 61 Mrd. USD. Heute umfassen die griechischen Forderungen auf Kriegsreparationen fünf Kategorien: a) Restschulden aus Entschädigungsforderungen aus dem ersten Weltkrieg, b) Aufgelaufene Schulden aus dem bilateralen Handel zwischen den beiden Kriegen, c)Forderungen für Schäden im 2. Weltkrieg, d) Rückerstattung entwendeter archäologischer Schätze, und e) Übrige Forderungen. Unter diese fallen auch die Entschädigungen der Opfer der Nazi-Gräueltaten. Gemäß dem griechischen Außenministerium betrugen die Forderungen 1946 für die Zeit des 1. Weltkrieges 260 Millionen USD, für die Zeit zwischen den beiden Weltkriegen 153 Millionen USD, für die Zeit des 2. Weltkrieges 7,1 Milliarden USD.

V. Schlussfolgerungen
Aus dieser zusammenfassenden Analyse geht folgendes hervor:
Die Besatzungsanleihe in Form der Vorauszahlungen der Bank von Griechenland an die Besatzungsbehörden hat entscheidend zur währungsbezogenen Destabilisierung des Landes beigetragen, die mit der Währungsregelung vom 11. November 1944 nicht überwunden werden konnte. Dies trug zur Erhöhung der Opferzahlen durch Krieg und Hunger bei. Zur gleichen Zeit bildete sich während der Überinflation während des Krieges, insbesondere in den Jahren 1943/44, eine eigene soziale Schicht heraus, «die an der Inflation reich gewordenen Menschen», welche negative Standards des Wirtschaftsver- haltens entstehen ließen und welche bedeutende Verzögerungen und Veränderungen in der griechischen Gesellschaft hinterließen.
Die Form der unrechtmäßigen wirtschaftlichen Aneignung, welche die deutsche Besatzungsbehörden auferlegte, schuf einen Rahmen, innerhalb dessen unser nationaler Reichtum gestohlen wurde, was zur Besatzungsanleihe führte. Diese Politik hat keinen Vorläufer in der Geschichte der Besatzungswirtschaften, ist außerhalb des international als rechtmäßig Geltenden und bringt die Menschheit zu Praktiken zurück, die noch Von den napoleonischen Kriegen üblich waren. Die Kriegsreparationen sind vollkommen von Der Besatzungsanleihe getrennt. Für die Verfassungsregeln und praktischen Mitteln, die für die griechischen Entschädigungsansprüche und Forderungen notwendig sind, gibt es heute Schätzungen der Gesamtforderungen, was eine erste Grundlage bilden können, die durch neuere Schätzungen ergänzt werden. Zum Schluss möchte ich folgendes unterstreichen: Der Antrag auf Rückzahlungder Besatzungsanleihe und der Zahlung von Kriegsreparationen, der sich auf das unabänderliche Prinzip des Völkerrechts stützt, wonach «es dem angreifenden Land obliegt, angerichtete Schäden zu vergüten (Widergutzumachen)» kann von allen Menschen guten Willens auf der ganzen Welt und auch in Deutschland anerkannt werden. Es ist eine moralische Rechtfertigung für die Achtung der Rechte kleiner Nationen. Die Erfüllung dieser Forderungen bildet eine weitere Ehrenbezeigung für die griechischen Bürger, die im 2. Weltkrieg ihr Leben ließen.
Related Posts Plugin for   WordPress, Blogger...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου